σκεθρῶς
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
French (Bailly abrégé)
adv.
exactement.
Étymologie: σκεθρός.
Russian (Dvoretsky)
σκεθρῶς:
1 точно, ясно (προὐξεπίστασθαι Aesch.; ὁρᾶν Eur.);
2 тщательно (διορίζειν Aesch.).