στρατηγιάω
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
English (LSJ)
Desiderat. of στρατηγέω, wish to be a general, Pherecr.250, X.An.7.1.33, D. 19.295, Plu.Eum.14; wish to make war, Str.4.6.7; to be going to war, ἐπί τινας Id.7.4.3.
German (Pape)
[Seite 951] desiderat. von στρατηγέω, ich möchte gern Feldherr sein; Xen. An. 7, 1, 33; Dem. 19, 295; ἐπί τινα, Strab. 7, 4, 3.
French (Bailly abrégé)
στρατηγιῶ :
désirer le poste de général.
Étymologie: στρατηγός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρατηγιάω [στρατηγός] legeraanvoerder willen zijn of worden.
Russian (Dvoretsky)
στρᾰτηγιάω: [desiderat. к στρατηγέω стремиться стать стратегом, домогаться главного командования Xen., Dem., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτηγιάω: ἐφετ. τοῦ στρατηγέω, ἐπιθυμῶ νὰ εἶμαι στρατηγός, ἐπιθυμῶ νὰ πολεμήσω, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 33, Δημ. 435. 27· ἐξέρχομαι εἰς πόλεμον, ἐπί τινα Στράβ. 309, Ἡσύχ.
Greek Monotonic
στρᾰτηγιάω: εφετ. του στρατηγέω, επιθυμώ να καταλάβω το αξίωμα του στρατηγού, είμαι φιλοπόλεμος, επιθυμώ να διεξαγάγω πόλεμο, σε Ξεν., Δημ.
Middle Liddell
στρᾰτηγιάω,
to wish to be a general, wish to make war, Xen., Dem. [Desiderat. of στρατηγέω