συλεύς

From LSJ

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡλεύς Medium diacritics: συλεύς Low diacritics: συλεύς Capitals: ΣΥΛΕΥΣ
Transliteration A: syleús Transliteration B: syleus Transliteration C: syleys Beta Code: suleu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ, privateer, GDI2516 (Delph., iii B.C.).

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
1. καταδρομικό πειρατικό πλοίο
2. ως κύριο όν. Συλεύς
μυθ. μυθικός βασιλιάς τον οποίο φόνευσε ο Ηρακλής, επειδή εξανάγκαζε όσους διέρχονταν τη χώρα του να σκάβουν τα αμπέλια που υπήρχαν σε αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύλη ή συλῶ + κατάλ. -εύς (πρβλ. στροφεύς)].