συνδυαστέον

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

Greek (Liddell-Scott)

συνδυαστέον: ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ συνδυάζω, δεῖ συνδυάζειν, Act. SS. Maji τ. 5, σ. 320D.