συνεορτάζω
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
join in keeping festival, D.S.4.4, CIG2820.19 (Aphrodisias), POxy.1025.12 (iii A.D.); ἡμῖν with us, Plu.2.666d, cf. Arr. Epict.4.1.104; τῇ μητρὶ ἐπιτελούσῃ τοὺς ἀγῶνας SIG798.12 (Cyzic., i A.D.); σ. γάμους τινί D.C.59.8; τὰ προοίμια τῆς παλιρροίας Them. Or.14.181a.
French (Bailly abrégé)
célébrer une fête avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἑορτάζω.
Russian (Dvoretsky)
συνεορτάζω: вместе праздновать (τινί Plut.): οἱ συνεορτάζοντες Diod. участники торжества, приглашенные, гости.
Greek (Liddell-Scott)
συνεορτάζω: ἑορτάζω ὁμοῦ, Διόδ. 4. 4, Συλλ. Ἐπιγρ. 2820. 19· τινί, μετά τινος, Πλούτ. 2. 666D, κτλ.· σ. γάμους τινὶ Δίων Κ. 59. 8.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
εορτάζω από κοινού με κάποιον, συμμετέχω σε γιορτή («τοὺς συνεορτάζοντας διαψιλῆ τὸν ἄκρατον ἐμφορησαμένους», Διόδ.)
νεοελλ.
εορτάζω κάτι συγχρόνως με κάτι άλλο, εορτάζω και άλλη εορτή («συνεορτάζουν τη μνήμη του αγίου και την επέτειο απελευθέρωσης της πόλης»).