υποστρέφω

From LSJ

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source

Greek Monolingual

ὑποστρέφω, ΝΜΑ στρέφω
1. στρέφω προς τα πίσω, πισωγυρίζω
2. (για νόσο) υποτροπιάζω
νεοελλ.
ναυτ. αλλάζω την πορεία ιστιοφόρου στρέφοντας την πρύμνη προς τον άνεμο
αρχ.
1. επαναφέρω
2. δίνω πίσω, επιστρέφω
3. (σχετικά με τόνο) αποβάλλω
4. (αμτβ.) α) (ιδίως για τρεπόμενους σε φυγή) στρέφομαι αμέσως ή προς τα πίσω
β) ξαναγυρίζω («ὑποστρεφέτωσαν εἰς τὰς πατρίδας τὰς ἰδίας», πάπ.)
γ) στρέφομαι πλάγια για να αποφύγω προσβολή, να αποφύγω χτύπημα
5. παθ. ὑποστρέφομαι
περιστρέφομαι από κάτω
6. (το αρσ. της μτχ. ενεργ. αορ. ως επίρρ.) ὑποστρέψας·αντιστρόφως, αντίθετα, ανάποδα.