αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale
-ον, Ααυτός που είναι ψηλά ζωσμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. καλλίζωνος].