φέναξ Search Google

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φέναξ Medium diacritics: φέναξ Low diacritics: φέναξ Capitals: ΦΕΝΑΞ
Transliteration A: phénax Transliteration B: phenax Transliteration C: fenaks Beta Code: fe/nac

English (LSJ)

-ᾱκος, ὁ, cheat, quack, impostor, Ar.Ra.909, Heraclit.Ep.6.3, Porph.Chr.29, etc.; in Ar.Ach.89, perhaps with a play on φοῖνιξ (the bird); in Eq.634 Φένακες are addressed as the tutelary gods of cheats.

German (Pape)

[Seite 1261] ακος, ὁ, Betrüger, Täuscher, Lügner; Ar. Ran. 907 Ach. 89 nennt einen persischen Vogel so, statt φοίνιξ, etwa Spaßvogel.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
fourbe, trompeur.
Étymologie: DELG pê prononciation pop. de φαίναξ de φαίνομαι « (n')avoir (que) l'apparence ».

Russian (Dvoretsky)

φέναξ: ᾱκος ὁ обманщик, шарлатан Arph.

Greek (Liddell-Scott)

φέναξ: -ᾱκος, ὁ, ἡ, ἀπατεών, ὡς ἦν ἀλαζὼν καὶ φέναξ Ἀριστοφ. Βάτρ. 909· ἐν Ἀχαρν. 89, ἴσως μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τοῦ πτηνοῦ φοῖνιξ· ἐν τοῖς Ἱππεῦσι 634· Φένακες προσφωνοῦνται οἱ προστάται θεοὶ τῶν ἀπατεώνων, ἄγε δὴ Σκίταλοι καὶ Φένακες... νῦν μοι θράσος καὶ γλῶτταν εὔπορον δότε. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φέναξ· χλευαστής, ἀπατεών, ψεύστης, πλάνος».

Greek Monolingual

-ακος, ὁ και ἡ, Α
1. (ως ουσ. και ως επίθ.) φενακιστής, απατεώνας (α. «ὡς ἦν ἀλαζὼν καὶ φέναξ», Αριστοφ.
β. «λόγον οὐ φένακα», Φίλ.)
2. κωμική ονομασία του πτηνού φοῖνιξ
3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Φένακες·(στην Αθήνα) δαίμονες της απάτης, στους οποίους απηύθυναν προσευχές όσοι επιδίωκαν να εξαπατήσουν κάποιον με την πειθώ ή τον δόλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ. του καθημερινού λεξιλογίου η οποία εμφανίζει το επίθημα -αξ, που απαντά και σε άλλους τ. της καθημερινής γλώσσας και της γλώσσας τών κωμικών ποιητών (πρβλ. πλούταξ, στόμφαξ, σύρφαξ). Η λ. φέναξ και η οικογένειά της εκφράζουν τη γενικότερη έννοια της εξαπάτησης, της ψευδούς, απατηλής εντύπωσης που δίνει κάτι που φαίνεται αλλά δεν είναι αληθινό (πρβλ. φενακίζω, φενάκη). Με βάση τη σημ. αυτή έχει προταθεί η αναγωγή του τ. στο ρ. φαίνομαι και η θεώρηση του ως διαφορετικής γρφ. ενός τ. φαίναξ—ο οποίος απαντά μόνο ως ανθρωπωνύμιο πιθ. ήδη και στη Μυκηναϊκή στον τ. δοτ. panaki (ο τ. φαίναξ με σημ. «σελήνη» είναι μτγν.)— με μία σύγχυση στην προφορά τών -αι- και -ε-, η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί δικαιολογημένη και αναμενόμενη για έναν τ. της καθημερινής γλώσσας. Ωστόσο, η άποψη αυτή δεν μπορεί να γίνει ανεπιφύλακτα αποδεκτή, λόγω του ότι δεν είναι εύκολο να καθοριστεί η αρχαιότητα της σύμπτωσης στην προφορά τών -αι- και -ε-].

Greek Monotonic

φέναξ: -ᾱκος, ὁ, απατεώνας, εξαπατών, αγύρτης, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

φέναξ, ᾱκος,
a cheat, quack, impostor, Ar.

Frisk Etymology German

φέναξ: -ακος
{phénāks}
Grammar: m.
Meaning: Betrüger, Gauner (Ar., vereinzelt u. sp.).
Derivative: Davon φενακίζω (ἀποφενακίζω Men. Prot.) betrügen, gaunern mit φενακισμός m. Betrug, Gaunerei (Kom., att. Redner), φενακίσματα pl. H. als Erkl. von πηνηκίσματα, φενακιστής m. Betrüger (Phld., Sch.), φενακιστικός trügerisch (Poll.), φενακικῶς ib. (EM). Auch φέναγμα n. (: *φενάσσω, Phot.), φενάκη f. falsches Haar, Perücke (Luk.).
Etymology: Familiäres Wort auf -αξ (Björek Alpha impurum 47 f., 63, 288) ohne sichere Etymologie. Nach einer zögernden Vermutung von Chantraine Rev. de phil. 3. sér. 37, 21 f. volkstümlich für φαίναξ (nur als PN Theognost. Kan.. auch myk. Dat. Panaki?). Anders Burkert RhM 105, 51 m. A. 75: zu φενάκη (aber vielmehr umgekehrt; s. ob.); Grošelj Živa Ant. 1, 261: zu bhen- schlagen.
Page 2,1001

English (Woodhouse)

charlatan, juggler

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

cheat

Arabic Moroccan Arabic: غشّاش‎, غشّاشة‎; Bulgarian: измамник, мошеник; Catalan: trampós; Chinese Mandarin: 騙子/骗子, 作弊者; Dutch: bedrieger; Finnish: huijari; French: menteur, tricheur, tricheuse; Georgian: მოღალატე, გამყიდველი; Greek: απατεώνας; Ancient Greek: ἀπατεών, γάσος, διαμευτής, ἠπεροπευτής, ἱστιορράφος, κλέπτης, κρουσιμέτρης, παραλογιστής, σοφιστής, φενακιστής, φέναξ, φηλήτης, φιλήτης, φρυνώνδειος, ψεύστης; Hungarian: csaló, szélhámos; Irish: séitéir, bithiúnach; Italian: imbroglione, truffatore, pelagatti; Latin: fraudator; Macedonian: измамник, илеџија; Maori: kaipurei tāhae; Norwegian: juksepave; Polish: oszust, oszustka, zdrajca, zdrajczyni; Portuguese: trapaceiro, batoteiro; Russian: обманщик, обманщица, мошенник, мошенница; Sanskrit: धूर्त; Spanish: tramposo; Swedish: skojare, fuskare; Ukrainian: шахрай, обманщик; Walloon: tructeu, tructeuse, frawtineu, frawtineuse