διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
3ᵉ pl. poét. ao.2 ind. de φθάνω.
see φθάνω.
φθάν: Επικ. αντί ἔφθασαν, γʹ πληθ. αόρ. βʹ του φημί.
φθάν: эп. 3 л. pl. aor. 2 к φθάνω.