φθάν

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. poét. ao.2 ind. de φθάνω.

English (Autenrieth)

see φθάνω.

Greek Monotonic

φθάν: Επικ. αντί ἔφθασαν, γʹ πληθ. αόρ. βʹ του φημί.

Russian (Dvoretsky)

φθάν: эп. 3 л. pl. aor. 2 к φθάνω.