φθέωμεν
From LSJ
Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein
English (LSJ)
φθέωσι, φθήῃ, φθῇσιν, v. φθάνω.
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. sbj. ao.2 de φθάνω.
Russian (Dvoretsky)
φθέωμεν: эп. 1 л. pl. aor. 2 conjct. к φθάνω.
Greek (Liddell-Scott)
φθέωμεν: φθέωσιν, φθήῃ, φθῇσιν, ἴδε ἐν λέξ. φθάνω.
English (Autenrieth)
see φθάνω.
Greek Monotonic
φθέωμεν: φθέωσιν, Επικ. αντί φθῶμεν, φθῶσιν, αʹ και γʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του φθάνω.