χαλκόμιτρος
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
v. χαλκομίτρας.
German (Pape)
[Seite 1331] = Vorigem, κόρη Lycophr. 997.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) χαλκομίτρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -μιτρος (< μίτρα «κάλυμμα κεφαλής, διάδημα, ζώνη»), πρβλ. εὔμιτρος].