χρέομαι

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source

German (Pape)

[Seite 1371] ion. = χράομαι, Her.

Russian (Dvoretsky)

χρέομαι: ион. = χράομαι I.

Greek (Liddell-Scott)

χρέομαι: Ἰων. ἀντὶ χράομαι, Ἡρόδ.· ἴδε ἐν χράω (Γ).

Greek Monotonic

χρέομαι: Ιων. αντί χράομαι.