ψίθος
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
German (Pape)
[Seite 1399] τό, Ohrenbläserei, Verleumdung; davon ψιθυρός, ψιθυρίζω; VLL., Schol. Theocr. 1, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ψίθος: τό, λοιδορία, «ψίθυρ παρὰ τὸ ψίθος, ὃ σημαίνει λοιδορίαν» Σχολ. Θεοκρ. 1. 1, πρβλ. ψεύδω· ― ὡς φαίνεται ἡ λέξις ἐπλάσθη ὑπὸ τῶν γραμματικῶν.
Greek Monolingual
-ους, τὸ, ΜΑ
λοιδορία, σκώμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για λ. πλασμένη από τους γραμματικούς, η οποία συνδέεται με το ρ. ψιθυρίζω.