ψίθος

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

German (Pape)

[Seite 1399] τό, Ohrenbläserei, Verleumdung; davon ψιθυρός, ψιθυρίζω; VLL., Schol. Theocr. 1, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ψίθος: τό, λοιδορία, «ψίθυρ παρὰ τὸ ψίθος, ὃ σημαίνει λοιδορίαν» Σχολ. Θεοκρ. 1. 1, πρβλ. ψεύδω· ― ὡς φαίνεται ἡ λέξις ἐπλάσθη ὑπὸ τῶν γραμματικῶν.

Greek Monolingual

-ους, τὸ, ΜΑ
λοιδορία, σκώμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για λ. πλασμένη από τους γραμματικούς, η οποία συνδέεται με το ρ. ψιθυρίζω.