ψευδαλέος
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
English (LSJ)
α, ον, false, counterfeit, Nonn. D. 8.325: so ψευδάλμιον· ψευδές, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1393] = Folgdm, Nonn. D. 8, 325.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδᾰλέος: -α, -ον, ὡς τὸ ψευδὴς, γλώσσης ψευδαλέης Ἀπολλ.ν Ψαλμ. Ε΄. 10, Νονν. Διονυσ. 8. 325, κλπ.· οὔτω ψευδάλιμος, η, ον, «ψευδάλιμον· ψευδὲς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-α, -ον, ΜΑ
ψευδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψεῦδος + κατάλ. -αλέος (πρβλ. λυσσαλέος)].