ψευδορρήμων
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
English (LSJ)
ψευδορρήμον, gen. ονος, τὰ ψευδορρήμονα = false locutions, perhaps made-up words, Phld.Po.2.41.
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, ἡ, ΜΑ
άτομο που λέει ψέματα, ψεύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -ρρήμων (< ῥῆμα), πρβλ. κομπορρήμων].