ψεύστειρα

From LSJ

Δίκαιος εἶναι μᾶλλον ἢ χρηστὸς θέλε → Benignus esse quaere, sed iustus magis → Gerecht zu sein sei mehr dein Wunsch als gutgesinnt

Menander, Monostichoi, 114

German (Pape)

[Seite 1396] ἡ, fem. zu ψεύστης, Orac. Sib.

Greek (Liddell-Scott)

ψεύστειρα: ἡ, θηλ. τοῦ ψεύστης, Χρησμ. Σιβ. 3. 815.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. ψεύστης.