ψεύστειρα
From LSJ
Δίκαιος εἶναι μᾶλλον ἢ χρηστὸς θέλε → Benignus esse quaere, sed iustus magis → Gerecht zu sein sei mehr dein Wunsch als gutgesinnt
German (Pape)
[Seite 1396] ἡ, fem. zu ψεύστης, Orac. Sib.
Greek (Liddell-Scott)
ψεύστειρα: ἡ, θηλ. τοῦ ψεύστης, Χρησμ. Σιβ. 3. 815.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. ψεύστης.