ψυθίζω
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
German (Pape)
[Seite 1402] = ψιθυρίζω, zischeln, flüstern, zuflüstern, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ψῠθίζω: ψιθυρίζω, «ψυθιζομένων· γογγυζόντων» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
1. ψιθυρίζω, μουρμουρίζω
2. (το αρσ. μτχ. γεν. πληθ. μέσ. ενεστ.) ψυθιζομένων
(κατά τον Ησύχ.) «γογγυζόντων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη βαθμίδα του ψεύδομαι (πρβλ. ψύθος), με δασεία οδοντική παρέκταση -θ- (πρβλ. ψιθυρίζω)].