ψυχοδυναμικός

From LSJ

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψυχοδυναμισμό
2. (στην ψυχανάλυση) (για δυνάμεις και διεργασίες) α) αυτός που αναπτύχθηκε κατά την παιδική ηλικία και επενεργεί στον ψυχισμό του ατόμου
β) αυτός που επενεργεί στην ύπαρξη ενός ατόμου και που οφείλεται σε ψυχικά αίτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + δυναμικός. Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. psychodynamique].