ωσαύτως

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

ὡσαύτως, ΝΑ
επίρρ. κατά τον ίδιο τρόπο, ομοίως, επίσης
νεοελλ.
συνεκδ. επί πλέον, επιπροσθέτως
αρχ.
φρ. «ὡσαύτως οὕτως» ή «ὡσαύτως κατὰ ταὐτά» — κατά τον ίδιο τρόπο (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὡς (Ι) + αὔτως «έτσι ακριβώς»].