Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
ἀνέζομαι: καθίζω, (ἐν τμήσει) ἀνὰ δ’ ἔζετο σιγῇ παπταίνων, ἀνεκάθισε δὲ περιβλέπων μετὰ σιγῆς, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1170, Δ. 1332.