ἀπειληθείς

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source

Greek Monotonic

ἀπειληθείς: μτχ. Παθ. αορ. αʹ του ἀπ-ειλέω· αλλά ἀπ-ειληθείς, του ἀπειλέω.