ἀπόβλεμμα
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
-ατος, τό, steadfast gaze, Phryn.Com.75.
Spanish (DGE)
-ματος, τό mirada fija Phryn.Com.75.
German (Pape)
[Seite 297] τό, Hinblick, Rückblick, Phrynich. com. bei Poll. 2, 56.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόβλεμμα: τό, σταθερὸν βλέμμα, «κύτταγμα», Φρύν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 19.