ἀστρατήγητος
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
English (LSJ)
ἀστρατήγητον,
A never having been general, Pl.Alc.2.142a.
2 incapable of command, no general, Cic.Att.7.13.1, cf. 8.16.1 (Sup.), Onos.33.5. Adv. ἀκόσμως καὶ -τως App.BC1.47, cf. Hierocl.p.17A.
II without a general, J.BJ2.12.4.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no ha sido general Pl.Alc.2.142a.
2 inepto para el mando Cic.Att.136.1, 166.1, Onas.33.5.
3 inepto para las estratagemas militares τὰς τῶν βαρβάρων γνώμας οὐ παντάπασιν ἀστρατηγήτους Polyaen.7 proem.
II carente de mando τὰ πλήθη I.BI 2.234, cf. D.C.43.33.4.
III adv. -ως sin general ἀκόσμως καὶ ἀ. App.BC 1.47, cf. Hierocl.p.17.
German (Pape)
[Seite 377] 1) nicht von einem Feldherrn angeführt, Ios. – 2) der nicht Feldherr gewesen, Gegensatz ἐστρατηγηκώς Plat. Alc. II, 142 b. – 3) ein schlechter Feldherr, Arist. Polit. 5, 9; Cic. ad Att. 7, 13 a.
Russian (Dvoretsky)
ἀστρᾰτήγητος:
1 не бывший полководцем Plat.;
2 не годящийся в полководцы Cic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστρᾰτήγητος: -ον, ὁ μηδέποτε χρηματίσας στρατηγός, Πλάτ. Ἀλκ. Δεύτερος 142Α. 2) ἀνίκανος νὰ στρατηγήσῃ, Κικ. π. Ἀττ. 7. 13a, ΙΙ. ἄνευ στρατηγοῦ, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 2. 12, 4: ― Ἐπίρρ. -τως Ἀππ. Ἐμφ. 1. 47.
Greek Monolingual
ἀστρατήγητος, ο (Α) στρατηγώ
1. εκείνος που δεν χρημάτισε ποτέ στρατηγός
2. ακατάλληλος για στρατηγός.