ἄμιτρος
English (LSJ)
ἄμιτρον, without headband or girdle, παῖδες ἄμιτροι girls who have not yet put on the woman's girdle, i.e. unmarriageable, Call.Dian.14.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
que no tiene ceñidor e.d. no nubil παῖδες Call.Dian.14, cf. ἄμιτρα· cret. μικρά Hsch.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans ceinture, qui n'a pas encore de ceinture, càd non encore nubile (jeune fille);
2 (soldat) qui ne porte pas de μίτρα.
Étymologie: ἀ, μίτρα.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμιτρος: -ον, ὁ μὴ ἔχων διάδημα τῆς κεφαλῆς, ἢ ζώνην, παῖδες ἄμιτροι, κοράσια, τὰ ὁποῖα δὲν ἐφόρεσαν ἀκόμη τὴν γυναικείαν ζώνην· ὅ ἐ. τὰ μὴ ὄντα ἔτι ἐν ὥρᾳ γάμου. Spanh. Καλλ. εἰς Ἄρτ. 14· πρβλ. ἄζωστος.
Greek Monolingual
ἄμιτρος, -ον (Α)
1. (για κορίτσια) αυτή που δεν φέρει διάδημα στο κεφάλι ή ζώνη
2. φρ. «παῖδες ἄμιτροι», κορίτσια που δεν φόρεσαν ακόμη τη γυναικεία ζώνη, δηλ. που δεν βρίσκονται ακόμη σε ώρα γάμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μίτρα.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀμιτροχίτωνες.
German (Pape)
παῖδες, noch nicht mannbare Mädchen, die den Leibgürtel noch nicht angelegt haben, Callim. Dian. 14, Schol. μὴ διαπαρθενευόμεναι.