ἐκγενής

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκγενής Medium diacritics: ἐκγενής Low diacritics: εκγενής Capitals: ΕΚΓΕΝΗΣ
Transliteration A: ekgenḗs Transliteration B: ekgenēs Transliteration C: ekgenis Beta Code: e)kgenh/s

English (LSJ)

ἐκγενές, v. ἐγγενής.

German (Pape)

[Seite 755] ές, Conjectur für ἐγγενής Soph. O. R. 1506.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sans famille.
Étymologie: ἐκ, γένος.

Russian (Dvoretsky)

ἐκγενής: лишенный рода, безродный, отверженный (Soph. - v.l. к ἐγγενής).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκγενής: -ές, ἀποβεβλημένος ἐκ τῆς οἰκογενείας, κατ’ εἰκασίαν Δινδορφίου ἀντὶ τῆς λέξεως τῶν χειρογρ. ἐγγενὴς ἐν Σοφ. Ο. Τ. 1506.

Greek Monolingual

ἐκγενής, -ές (Α)
ο αποδιωγμένος από την οικογένεια.