ἐκγενής
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
ἐκγενές, v. ἐγγενής.
German (Pape)
[Seite 755] ές, Conjectur für ἐγγενής Soph. O. R. 1506.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
sans famille.
Étymologie: ἐκ, γένος.
Russian (Dvoretsky)
ἐκγενής: лишенный рода, безродный, отверженный (Soph. - v.l. к ἐγγενής).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκγενής: -ές, ἀποβεβλημένος ἐκ τῆς οἰκογενείας, κατ’ εἰκασίαν Δινδορφίου ἀντὶ τῆς λέξεως τῶν χειρογρ. ἐγγενὴς ἐν Σοφ. Ο. Τ. 1506.
Greek Monolingual
ἐκγενής, -ές (Α)
ο αποδιωγμένος από την οικογένεια.