ἐλαιουργεῖον
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
English (LSJ)
v. ἐλαιούργιον.
German (Pape)
[Seite 789] τό, Oelmühle; Arist. Polit. 1, 12; D. L. 1, 26.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαιουργεῖον: (οὐχὶ -ιον), τό, (ἔργον) = ἐλαιοτριβεῖον, Ἀριστ. Πολ. 1. 11, 9, Διογ. Λ. 1. 26.
Russian (Dvoretsky)
ἐλαιουργεῖον: τό пресс для выжимки оливкового масла (Arst. - v.l. ἐλαιούργιον; Diog. L.).