ἐνέπεσον

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source

French (Bailly abrégé)

ao.2 de ἐμπίπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἐνέπεσον: aor. 2 к ἐμπίπτω.