ἐνίζησις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ, sitting in, ἔς τι Aret.CA1.4.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
medic. baño de asiento ἡ ἐς ἔλαιον ἐ. Aret.CA 1.4.17.
German (Pape)
[Seite 844] ἡ, das Darin-, Daraufsitzen, Aret.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνίζησις: -εως, ἡ, τὸ ἐνιζάνειν, ἡ εἰς ἔλαιον ἐνίζησις Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 4.
Greek Monolingual
ἐνίζησις, η (Α) ενιζάνω
η ενέργεια του ενιζάνω, το κάθισμα (ως ενέργεια), η εγκατάσταση.