ἐνευημερέω
From LSJ
English (LSJ)
to be lucky in, τοῖς θεάτροις, τοῖς ὕδνοις, Plu.2.289d, 665d.
Spanish (DGE)
irle bien a uno en o con c. dat. τοῖς θεάτροις Plu.2.289d, τοῖς ὕδνοις Plu.2.665d, τῷ βίῳ Basil.M.29.488A
•abs., Agath.5.4.6.
German (Pape)
[Seite 839] darin Glück haben; τοῖς θεάτροις Plut. qu. Rom. 107; τοῖς ὕδνοις ἐνευημέρηκε Symp. 4, 2, 3.
French (Bailly abrégé)
ἐνευημερῶ :
pf. ἐνευημέρηκα;
être heureux dans, réussir dans, τινι.
Étymologie: ἐν, εὐημερέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνευημερέω: εὐημερῶ, εἶμαι τυχηρὸς ἔν τινι, ἐνευημεροῦντα τοῖς θεάτροις Πλούτ. 2. 289D, 665D.
Russian (Dvoretsky)
ἐνευημερέω: благоденствовать, быть счастливым (τινι Plut.).