ἐργαστέον
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
A one must till the land, X.Eq.Mag.8.8.
II τοὔργον ἔστ' ἐ. it must be done or one must do it, A.Ch.298, cf. E.Med. 791, X.Oec.7.35; τὰ ἔργα..ὡς ἔστιν ἐργαστέα ib.13.3; ὅτ' ἧν ἐ. when it was necessary to act, S.Tr. 688.
Greek (Liddell-Scott)
ἐργαστέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ ἐργάζεσθαι, Ξεν. Ἱππαρχ. 8. 8. ΙΙ. τοὔργον ἔστ’ ἐργ., πρέπει νὰ γίνῃ ἢ πρέπει τις νὰ τὸ κάμῃ, Αἰσχύλ. Χο. 298, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 791. Ξεν. Οἰκ. 7. 35· τὰ ἔργα… ὡς ἐστὶν ἐργαστέα αὐτόθι 13. 3· ὅτ’ ἦν ἔργ., ὅτε ἦτο ἀνάγκη νὰ ἐνεργήσῃ τις, Σοφ. Τρ. 688.
Greek Monotonic
ἐργαστέον: ρημ. επίθ. του ἐργάζομαι·
I. πρέπει να εργαστούμε ή να εργαζόμαστε, σε Ξεν.
II. τοὖργον ἔστ' ἐργ., αυτό που πρέπει να γίνει ή που κάποιος πρέπει να το κάνει, σε Αισχύλ., Ευρ.