ἐργολάβεια
From LSJ
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, = ἐργολαβία II, τῶν μειρακίων making profit out of them, Alciphr.1.34.
German (Pape)
[Seite 1020] ἡ, Übernahme einer Arbeit für einen gewissen Lohn; bes. Unternehmung aus Gewinnsucht, Alciphr. 1, 34. S. ἐργολαβία.
Greek (Liddell-Scott)
ἐργολάβεια: ᾰ, ἡ, = ἐργολαβία, Ἀλκίφρ. 1. 34.
Greek Monolingual
ἐργολάβεια, ἡ (Α)
1. κερδοσκοπία («ἁμαρτωλός διώκων ἐργολαβείας ἐμπεσεῖται εἰς κρίσεις», ΠΔ)
2. εκμετάλλευση ανθρώπου, κερδοσκοπία σε βάρος άλλου.