ἔφθασα

From LSJ

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515

French (Bailly abrégé)

ao. de φθάνω.

Greek Monotonic

ἔφθᾰσα: Δωρ. ἔφθαξα, αόρ. αʹ του φθάνω.

Russian (Dvoretsky)

ἔφθασα: aor. к φθάνω.