ἰσαχῶς

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσᾰχῶς Medium diacritics: ἰσαχῶς Low diacritics: ισαχώς Capitals: ΙΣΑΧΩΣ
Transliteration A: isachō̂s Transliteration B: isachōs Transliteration C: isachos Beta Code: i)saxw=s

English (LSJ)

[ῐ], Adv., (ἴσος) in the same number of ways, Arist.Metaph. 1013a16, al.; παρακολουθεῖν ἰ. τινί ib.1054a14; τἀγαθὸν ἰ. λέγεται τῷ ὄντι in as many ways as, Id.EN1096a23.

German (Pape)

[Seite 1263] auf gleich viele Arten, Arist. Nic. Eth. 1, 6, 3.

Russian (Dvoretsky)

ἰσᾰχῶς: столькими же способами (παρακολουθεῖν τινι ἰ. Arst.): ἰ. καὶ τὰ αἴτια λέγεται, πάντα γὰρ τὰ αἴτια ἀρχαί Arst. (о началах) говорится в стольких же смыслах, что и о причинах, ибо все причины являются началами.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσᾰχῶς: ῑ, Ἐπίρρ., (ἴσος) κατ’ ἴσον ἀριθμὸν τρόπων, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 1, 2. κ. ἀλλ.· ἰσ. τινὶ αὐτόθι 9. 2, 9, Ἠθ. Νικ. 1. 6, 3, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

ἰσαχῶς (Α)
επίρρ. ίσα, σε ίσα μέρη, εξίσου, με ίσο αριθμό τρόπων («τἀγαθὸν ἰσαχῶς λέγεται τῷ ὄντι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσος + -αχῶς (πρβλ. απειραχώς, πολλαχώς, τετραχώς)].