ἰστέος
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
German (Pape)
[Seite 1268] adj. verb. zu οἶδα, was man wissen muß, Ath. XIII, 699 e u. Sp.; ἰστέον, man muß in Erfahrung bringen, Plat. Theaet. 202 e Conv. 217 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἰστέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ οἶδα, ὃν πρέπει νὰ γνωρίζῃ τις, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀθηναίου. ΙΙ. ἰστέον, πρέπει τις νὰ γινώσκῃ, Πλάτ. Συμπ. 217C, Θεαίτ. 202Ε.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qu'il faut savoir ou connaître.
Étymologie: adj. verb. de οἶδα.