ἵπτημι

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source

Russian (Dvoretsky)

ἵπτημι: (только aor. 2 ἔπτην, opt. πταίην и med.: ἵπτᾰμαι, impf. ἱπτάμην, aor. 2 ἐπτάμην) Batr., Plut., Sext., Babr., Anth. = πέτομαι.