ὀλβιόμοιρος

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλβιόμοιρος Medium diacritics: ὀλβιόμοιρος Low diacritics: ολβιόμοιρος Capitals: ΟΛΒΙΟΜΟΙΡΟΣ
Transliteration A: olbiómoiros Transliteration B: olbiomoiros Transliteration C: olviomoiros Beta Code: o)lbio/moiros

English (LSJ)

ὀλβιόμοιρον, = ὀλβιοδαίμων, ib.26.6.

German (Pape)

[Seite 318] = ὀλβιοδαίμων, Orph. II. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλβιόμοιρος: -ον, = ὀλβιοδαίμων, Ὀρφ. Ὕμν. 25. 6.

Greek Monolingual

ὀλβιόμοιρος, -ον (Α)
αυτός που έχει ευτυχισμένη μοίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευτυχισμένος» + -μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. κακό-μοιρος].