ὀλβιόμοιρος
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
ὀλβιόμοιρον, = ὀλβιοδαίμων, ib.26.6.
German (Pape)
[Seite 318] = ὀλβιοδαίμων, Orph. II. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλβιόμοιρος: -ον, = ὀλβιοδαίμων, Ὀρφ. Ὕμν. 25. 6.
Greek Monolingual
ὀλβιόμοιρος, -ον (Α)
αυτός που έχει ευτυχισμένη μοίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευτυχισμένος» + -μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. κακό-μοιρος].