ὀρθοδίκαιος

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθοδίκαιος Medium diacritics: ὀρθοδίκαιος Low diacritics: ορθοδίκαιος Capitals: ΟΡΘΟΔΙΚΑΙΟΣ
Transliteration A: orthodíkaios Transliteration B: orthodikaios Transliteration C: orthodikaios Beta Code: o)rqodi/kaios

English (LSJ)

v. ὀρθοδίκας.

German (Pape)

[Seite 374] nach strengem Rechte, streng gerecht, πόλις, Aesch. Ag. 948.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui observe une exacte (propr. une droite) justice.
Étymologie: ὀρθός, δίκαιος.

Greek Monolingual

ὀρθοδίκαιος, -ον (Α)
αυτός που δικάζει ορθά, δίκαια, αυτός με τον οποίο στηρίζεται το δίκαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + δίκαιος.

Greek Monotonic

ὀρθοδίκαιος: -ον, = το προηγ., σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρθοδίκαιος: (δῐ) строго соблюдающий справедливость, безукоризненно справедливый (πόλις Aesch.).