ὀρθοδίκαιος
From LSJ
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
English (LSJ)
v. ὀρθοδίκας.
German (Pape)
[Seite 374] nach strengem Rechte, streng gerecht, πόλις, Aesch. Ag. 948.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui observe une exacte (propr. une droite) justice.
Étymologie: ὀρθός, δίκαιος.
Greek Monolingual
ὀρθοδίκαιος, -ον (Α)
αυτός που δικάζει ορθά, δίκαια, αυτός με τον οποίο στηρίζεται το δίκαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + δίκαιος.
Greek Monotonic
ὀρθοδίκαιος: -ον, = το προηγ., σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρθοδίκαιος: (δῐ) строго соблюдающий справедливость, безукоризненно справедливый (πόλις Aesch.).