German (Pape)
[Seite 373] äol. n. dor. = ὁράω.
Greek (Liddell-Scott)
ὅρημι: Αἰολ. ἀντὶ ὁράω, Σαπφὼ 2. 11, πρβλ. ποθόρημι· Λακων. ἀπαρ. ὁρῆν Ἀριστοφ. Λυσ. 1077· μετοχ. ὁρεὶς Πιττακ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 81.
Russian (Dvoretsky)
ὅρημι: эол. ὄρημι Arph., Diog. L., med. Hom. = ὁράω.