ὅρημι

From LSJ

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source

German (Pape)

[Seite 373] äol. n. dor. = ὁράω.

Greek (Liddell-Scott)

ὅρημι: Αἰολ. ἀντὶ ὁράω, Σαπφὼ 2. 11, πρβλ. ποθόρημι· Λακων. ἀπαρ. ὁρῆν Ἀριστοφ. Λυσ. 1077· μετοχ. ὁρεὶς Πιττακ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 81.

Russian (Dvoretsky)

ὅρημι: эол. ὄρημι Arph., Diog. L., med. Hom. = ὁράω.