ὠπάζομαι
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
English (LSJ)
gaze at, Hsch.: also a fut. ὠπήσεσθαι Id.: aor. ὠπήσασθαι Opp.C.3.160; -ήσαντο ib.4.82; -ήσωνται ib.3.404.—A part. Act. ὠπῶντες in EM332.9, as etym. of ἑλίκ-ωπες.
Greek (Liddell-Scott)
ὠπάζομαι: ἀποθ., βλέπω, διευθύνω τὰ βλέματά μου πρός τι, Ἡσύχ.· παρ’ ᾧ φέρεται καὶ μέλλ. ὠπήσεσθαι· ὁ δὲ ἀόρ. ὠπήσασθαι εἶναι ἐν χρήσει παρὰ τῷ Ὀππ. Κυνηγ. 1. 316, 3. 84, 271, κλπ. - Ἐνεργ. μετ. «ὠπῶντες, ὅ ἐστι βλέποντες» Ἐτυμ. Μέγ. 33. 10.
Greek Monolingual
Α ὠπή
(αποθ.) κοιτάζω επίμονα, ατενίζω κάτι.
German (Pape)
= ὠπάομαι, Hesych.