κατά
Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.
English (LSJ)
[κᾰτᾰ], poet. καταί acc. to A.D.Synt.309.28, found in Compds., as καταιβάτης: Prep. with genitive or acc.:—
A downwards.
A WITH GEN.,
I denoting motion from above, down from, βῆ δὲ κατ' Οὐλύμποιο καρήνων, κατ' Ἰδαίων ὀρέων, βαλέειν κατὰ πέτρης, Il. 22.187, 16.677, Od.14.399; κατ' οὐρανοῦ εἰλήλουθας Il.6.128; καθ' ἵππων ἀΐξαντε ib.232; δάκρυα… κατὰ βλεφάρων Χαμάδις ῥέε 17.438; ἵεις σαυτὸν κατὰ τοῦ τείχους Ar.V.355; ἁλόμενοι κατὰ τῆς πέτρας X.An.4.2.17; κατὰ τῶν πετρῶν ὦσαι Pl.Phdr.229c; κατὰ κρημνῶν ῥιφέντες Id.Lg.944a:—for κατ' ἄκρης v. ἄκρα: Μοῖσα κατὰ στόματος Χέε νέκταρ Theoc.7.82 (but perhaps in sense ΙΙ.1).
II denoting downward motion,
1 down upon or down over, κατὰ Χθονὸς ὄμματα πήξας Il.3.217; of the dying, κατὰ… ὀφθαλμῶν κέχυτ' ἀχλύς a cloud settled upon the eyes, 5.696, cf. 20.321; τὸν δὲ κατ' ὀφθαλμῶν… νὺξ ἐκάλυψεν 13.580; φᾶρος κὰκ κεφαλῆς εἴρυσσε down over…, Od.8.85; (κόπρος) κατὰ σπείους κέχυτο… πολλή 9.330; ὕδωρ κατὰ χειρός, v. χείρ; μύρον κατὰ τῆς κεφαλῆς καταχέαντες Pl.R.398a; νάρκη μου κατὰ τῆς Χειρὸς καταχεῖται Ar.V.713; κατὰ τῆς τραπέζης καταπάσας τέφραν Id.Nu.177; ξαίνειν κατὰ τοῦ νώτου πολλὰς (πληγάς) D.19.197; ἐσκεδασμένοι κατὰ τῆς Χώρας Plb.1.17.10; οἱ κατὰ νώτου πονοῦντες Id.3.19.7; ῥόπαλον ἤλασα κὰκ κεφαλῆς Theoc.25.256; κατὰ κόρρης παίειν, = ἐπὶ κόρρης, Luc.Cat.12, al.
b Geom., along, upon, πίπτειν κατ' (εὐθείας) Archim.Sph.Cyl.1 Def.2; αἱ γωνίαι κατὰ κύκλων περιφερειῶν ἐνεχθήσονται will move on…, ib.1.23, al., cf. Aristarch.Sam.1.
2 down into, νέκταρ στάξε κατὰ ῥινῶν Il.19.39; of a dart, κατὰ γαίης ᾤχετο 13.504, etc.; ἔθηκε κατ' ὄχθης μείλινον ἔγχος 21.172; ψυχὴ κατὰ Χθονὸς ᾤχετο 23.100; κατὰ γᾶς = underground, Pi.O.2.59; κατ' ὕδατος = under water, Hdt.2.149; (ποταμὸς) δὺς κατὰ τῆς γῆς Pl.Phd. 113c, cf. Ti.25d; κατὰ γῆς σύμεναι A.Eu.1007 (anap.); κατὰ Χθονὸς κρύψαι to bury. S.Ant.24; ὁ κατὰ γῆς = one dead and buried, X.Cyr.4.6.5; οἱ κατὰ Χθονὸς θεοί A.Pers.689, etc.; θεοὶ κατὰ γᾶς Id.Ch.475 (lyr.), etc.; so κατὰ θαλάσσης ἀφανίζεσθαι, κατὰ θαλάσσης καταδεδυκέναι, Hdt.7.6,235; also βᾶτε κατ' ἀντιθύρων go down by or go down through…, S.El.1433.
3 later, towards a point, τοξεύειν κατὰ σκοποῦ to shoot at, Hdn.6.7.8; κατ' ἰχνῶν τινος ὁδεύειν Luc.Rh.Pr.9.
4 of vows or oaths, by, καθ' ἡμῶν ὀμνύναι D.29.26, cf. 54.38; ἐπιορκήσασα κατὰ τῶν παίδων Lys.32.13; especially of the victims, etc., over which the oath is taken, ὀμνυόντων τὸν ἐπιχώριον ὅρκον καθ' ἱερῶν τελείων Foed. ap. Th.5.47, cf. Arist.Ath.29.5, Foed.Delph.Pell.1A9, etc.; κατὰ τῶν νικητηρίων εὐξάμενοι D.Ep.1.16; also κατ' ἐξωλείας ὀμνύναι to imprecate destruction on oneself, Id.21.119; κατ' ἐξ. ἐπιορκεῖν Id.57.22.
b to make a vow towards, i.e. make a vow of offering... κατὰ Χιλίων εὐχὴν ποιήσασθαι Χιμάρων Ar. Eq.660.
5 in hostile sense, against, A.Ch.221, S.Aj.304, etc.; κατὰ πάντων φύεσθαι D.18.19; especially of judges giving sentence against a person, A.Th.198, S.Aj.449, etc.; ψεύδεσθαι κατά τινος Lys.22.7; λέγειν κατά τινος κακά S.Ph.65, cf. X.HG1.5.2, etc.; of speeches, (λόγος) κατὰ Μειδίου, etc. (opp. πρὸς Λεπτίνην, in reply to L.); δῶρα εἰληφέναι κατά τινος Din.3.6, cf. 18.
6 of time, for, μισθοῦν κατὰ εἴκοσι ἐτῶν IG12.94.37; κατὰ βίου = for life, Tab.Heracl.1.50; κὰπ παντὸς Χρόνοι IG9(2).517.20 (Larissa) (but κατὰ παντὸς τοῦ Χρόνου σκέψασθε D. 22.72 falls under 7); κατὰ παντὸς τοῦ αἰῶνος ἀείμνηστον Lycurg.7.
7 in respect of, concerning, μὴ κατ' ἀνθρώπων σκόπει μόνον τοῦτο Pl. Phd.70d; κατὰ τῶν ἄλλων τεχνῶν τοιαῦτα εὑρήσομεν Id.Sph.253b; οἱ κατὰ Δημοσθένους ἔπαινοι praises bestowed on Demosthenes, Aeschin.3.50; ἐρεῖν or λέγειν κατά τινος to say of one, Pl.Ap.37b, Prt.323b, etc.; εἰ κατὰ θηλείας φαίης A.D.Synt.198.10; εἴπερ ἕν γέ τι ζητεῖς κατὰ πάντων Pl.Men. 73d, cf. 74b; ὅπερ εἴρηται καθόλου κατὰ πασῶν τῶν πολιτειῶν Arist.Pol. 1307b2; freq. in the Logic of Arist., κατά τινος λέγεσθαι or κατηγορεῖσθαι to be predicated of... Int.16b10, Cat.1b10, etc.; καταφῆσαί (or ἀποφῆσαί) τι κατά τινος to affirm (or deny) of... Metaph.1007b21; so κατὰ τινὸς ὑπάρχειν Int.16b13: and in Adv. καθόλου (q.v.).
B WITH Acc.,
I of motion downwards, κατὰ ῥόον down stream, Od.14.254, Il.12.33; opp. ἀνὰ τὸν ποταμόν, Hdt.2.96; κατὰ τὸν ποταμόν, κατὰ τὸ ὑδάτιον, Id.1.194, Pl.Phdr.229a; κατ' οὖρον ἰέναι, κατ' οὖρον ῥεῖν, down (i.e. with) the wind, A.Th.690, S.Tr.468; κατὰ πνεῦμα, κατ' ἄνεμον ἵστασθαι = to leeward, Arist.HA535a19, 560b13, Dsc.4.153.
2 with or without signf. of motion, on, over, throughout a space, freq. in Hom., καθ' Ἑλλάδα καὶ μέσον Ἄργος Od.1.344; κατ' Ἀχαΐδα, κατὰ Τροίην, Il.11.770, 9.329; κατ' ἠερόεντα κέλευθα Od.20.64; κατὰ πόντον, κῦμα, ὕλην, Il.4.276, 6.136, 3.151; κατὰ πτόλιν Od.2.383; κατὰ ἄστυ, κατ' οἶκον, Il.18.286, 6.56; κατὰ ὅμιλον, κατὰ στρατόν, 3.36, 1.229; κατὰ κλισίας τε νέας τε ib.487; πόλεμον κάτα δακρυόεντα 17.512; κατὰ ὑσμίνην, κατὰ μόθον, κατὰ κλόνον, 5.84, 18.159, 16.331; τὸ ὕδωρ κατὰ τοὺς ταφροὺς ἐχώρει X.Cyr.7.5.16, etc. (in later Gr.of motion to a place, κατὰ τὴν Ἰταλίαν Zos.3.1); καθ' Ἑλλάδα A.Ag.578; κατὰ πτόλιν Id.Th.6; αἱ σκηναὶ αἱ κατὰ τὴν ἀγοράν D.18.169; τὰ κατ' ἀγροὺς Διονύσια Aeschin.1.157, etc.; κατὰ τὸ προάστιον Hdt.3.54; τύμβον κατ' αὐτόν A. Th.528, cf. Supp.869 (lyr.): Geom., at a point, Euc.1.1,al.; τέμνειν (σφαῖραν) κατὰ κύκλον = in a circle, Archim.Aren.1.17; also, in the region of, οἱ κατὰ τὸν ἥλιον γινόμενοι ἀστέρες Gem.12.7: freq. in Hom. in describing the place of a wound, βαλεῖν κατὰ στῆθος, βαλεῖν κατὰ γαστέρα, etc., Il.11.108, 16.465, al.; νύξε κατὰ δεξιὸν ὦμον 5.46; οὔτασε κατ' ἰσχίον 11.339; so βαλεῖν κατ' ἀσπίδα, βαλεῖν κατὰ ζωστῆρα, 5.537,615; βέλος κατὰ καίριον ἦλθεν struck upon a vital part, v.l. in 11.439: metaph., ἄχος κατὰ φρένα τύψε 19.125: generally, κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν in heart and soul, 4.163, al.
3 opposite, over against, κατὰ Σινώπην πόλιν Hdt.1.76, cf. 2.148, Th.2.30, etc.; ἀνὴρ κατ' ἄνδρα A.Th.505; μολὼν… μοι κατὰ στόμα Id.Ch.573; κατ' ὀφθαλμούς τινος LXX 2 Ki.12.11; οἱ μὲν Ἀθηναῖοι κατὰ Λακεδαιμονίους ἐγένοντο X.HG4.2.18; κατ' Ἀχαιοὺς ἀντετάχθησαν ibid.; ἐν συμποσίῳ... περίμενε, μέχρις ἂν γένηται κατὰ σέ Epict.Ench. 15, cf. D.L.7.108.
II distributively, of a whole divided into parts, κρῖν' ἄνδρας κατὰ φῦλα, κατὰ φρήτρας by tribes, by clans, Il.2.362; κατὰ σφέας μαχέονται by themselves, separately, ib.366, cf. Th.4.64; ἐσκήνουν κατὰ τάξεις X.Cyr.2.1.25; αὐτὴ καθ' αὑτήν A.Pr.1013; κατὰ κώμας κατοικημένοι in separate villages, Hdt.1.96; κατ' ἑωυτοὺς ἕκαστοι ἐτράποντο each to his own home, Id.5.15; κατὰ πόλεις ἀποπλεῦσαι, διαλυθῆναι, Th.1.89, 3.1: στρατιὰ κατὰ ἕνδεκα μέρη κεκοσμημένη Pl.Phdr.247a; later οἱ κατ' ἄνδρα λόγοι PLond.2.259.72 (i A. D.), cf. D.Chr.32.6, etc.; ἡ κατ' οἰκίαν ἀπογραφή PLond.3.904.20(ii A.D.), etc.; κατ' ἔπος = word by word, Ar.Ra.802; κατ' ὄνομα = individually, 3 Ep.Jo.15, etc.; παῖδα κατὰ κρήνην = at each fount a child, Lyr.Alex.Adesp.37.13, cf. POxy 2108.9 (iii A.D.).
2 of time, καθ' ἡμέραν, κατ' ἦμαρ, day by day, daily, v. ἡμέρα ΙΙΙ; καθ' ἑνιαυτόν, κατ' ἔτος, Test.Epict.6.24, Ev.Luc.2.41, etc.; κατὰ μῆνα POxy.275.18 (i A.D.).
3 of Numbers, by so many at a time, καθ' ἕνα = one at a time, individually, Hdt.7.104 (later τὸ καθ' ἕν = detailed list, PTeb.47.34 (ii B.C.), etc.); κατὰ μίαν τε καὶ δύο = by ones and twos, Hdt.4.113; δύο μνέαι τεταγμέναι κατ' ἄνδρα αἰχμάλωτον ἕκαστον Id.6.79; ἐκ τῶν συμμάχων ἐξελέγετο κατ' ὀλίγους Id.8.113; κατὰ τὰς πέντε καὶ εἴκοσι μνᾶς πεντακοσίας δραχμὰς εἰσφέρειν to pay 500 drachmae on every 25 minae, D.27.7; κατὰ διακοσίας καὶ τριακοσίας ὁμοῦ τι τάλαντον διακεχρημένον in separate sums of 200 and 300 drachmae, Id.27.11; of ships, κατὰ μίαν (sc. ναῦν) in column, Th.2.90; κατὰ μίαν ναῦν ἐπιτάττειν Plb.1.26.12, cf. Th.2.84: Geom., μετρεῖν, μετρεῖσθαι κατά…, measure, be measured a certain number of times, Euc.7 Def.8,9,al.; μετρεῖν κατὰ τὰς ἐν τῷ Β μονάδας as many times as there are units in B, Id.7.16.
III of direction towards an object or purpose, πλεῖν κατὰ πρῆξιν on a business, for or after a matter, Od. 3.72, 9.253; πλάζεσθαι κατὰ ληΐδα to rove in search of booty, 3.106; κατὰ ληΐην ἐκπλῶσαι Hdt.2.152; ἔβη κατὰ δαῖτα Il.1.424; ἐπιδημεῖν κατ' ἐμπορίαν IG22.141.32, cf. Arist.Ath.11.1; κατὰ Χρέος τινὸς ἐλθεῖν come to seek his help, consult him, Od.11.479, etc.; ἵεται κατὰ τὴν φωνήν Hdt.2.70; κατὰ θέαν ἥκειν to have come for the purpose of seeing, Th.6.31; κατὰ πλοῦν ἤδη ὤν Id.7.31; καθ' ἁρπαγὴν ἐσκεδασμένοι X.An.3.5.2; κατὰ τί; = for what purpose? why? Ar.Nu.239.
2 of pursuit, κατὰ πόδας τινὸς ἐλαύνειν Hdt.9.89; simply κατὰ τινά after him, Id.1.84; ἰέναι κατὰ τοὺς ἄλλους Id.9.53; κατ' ἴχνος = on the track, S.Aj.32, A.Ag.695 (lyr.); ὥσπερ κατ' ἴχνη κατὰ τὰ νῦν εἰρημένα ζῆν Pl.Phd.115b.
3 Geom., in adverbial phrases, κατὰ κάθετον = in the same vertical line, Archim. Quadr.6; κατ' εὐθεῖάν τινι = in the same straight line with... Papp. 58.7.
IV of fitness or conformity, in accordance with, κατὰ θυμόν Il.1.136; καθ' ἡμέτερον νόον = after our liking, 9.108; κατὰ νόον πρήξωμεν Hdt.4.97; κατὰ μοῖραν = as is meet and right, Il.1.286; κατ' αἶσαν, κατὰ κόσμον, 10.445,472; κατὰ νόμον Hes.Th.417; κὰν νόμον Pi.O.8.78; κατὰ τοὺς νόμους IG22.1227.15; αἰτίαν καθ' ἥντινα for what cause, A.Pr. 228; κατ' ἔχθραν, κατὰ φθόνον, for (i.e. because of) hatred, envy, Id.Supp.336, Eu.686; καθ' ἡδονήν τι δρᾶν, καθ' ἡδονήν τι ποιεῖν, do as one pleases, Th. 2.37,53; κατὰ τὸ ἔχθος τὸ Θεσσαλῶν Hdt.8.30, cf. 9.38; κατὰ φιλίαν, κατ' ἔχθος, Th.1.60, 103, etc.; κατ' ἄλλο μὲν οὐδέν, ὅτι δέ… for no other reason but that... Pl.Phdr.229d; κατὰ δύναμιν = to the best of one's power, Hdt.3.142, etc. (κὰδ δ. Hes.Op.336); κατὰ τρόπον διοικεῖν = arrange suitably, Isoc.2.6,al.; κατ' εὐνοίην = with goodwill, Hdt.6.108; κατὰ τὰ παρηγγελμένα X.An.2.2.8, etc.; in quotations, according to, κατ' Αἰσχύλον Ar.Th.134; κατὰ Πίνδαρον Pl.Phdr.227b, etc.
2 in relation to, concerning, τὰ κατ' ἀνθρώπους = τὰ ἀνθρώπινα, A.Eu.930, 310; τὰ κατὰ τὸν Τέλλον Hdt.1.31; τὰ κατὰ τὴν Κύρου τελευτήν ib.214; τὰ κατὰ πόλεμον = military matters, Aeschin.1.181; αἱ κατὰ τὴν πόλιν οἰκονομίαι (opp. αἱ πολεμικαὶ πράξεις) the management of public affairs, Din. 1.97; τὰ κατὰ τὰς θυσίας SIG506.7(Delph., iii B.C.); so τὸ κατ' ὑμέας = as far as concerns you, Hdt.7.158; τὸ κατ' ἐμέ = as far as I am concerned, D.18.247; κατὰ τοῦτο = in this respect, Hdt.5.3, etc.; κατὰ ταὐτά = in the same way, Id.2.20; καθ' ὅτι = so far as, Th.1.82, etc.
3 in Comparisons, corresponding with, after the fashion of, κρομύοιο λοπὸν κ. like the coat of an onion, dub. in Od.19.233; μέλος κατὰ Φοίνισσαν ἐμπολὰν πέμπεται Pi.P.2.67; κατὰ Μιθραδάτην answering to the description of him, Hdt.1.121; τὴν ἰδέαν κατὰ πνιγέα like an oven in appearance, Ar.Av.1001; κηδεῦσαι καθ' ἑαυτόν to marry in one's own rank of life, A.Pr.890; οὐ κατ' ἄνθρωπον φρονεῖν Id.Th.425; λέγω κατ' ἄνδρα, μὴ θεόν, σέβειν ἐμέ Id.Ag.925; οὐ κατὰ σέ = none of your sort, Chionid.1 (but ἵνα προσείπω σε κατὰ σέ to address you in your own style, Pl.Grg.467c); τὸ κατ' ἐμὲ καὶ οὐ κατ' ἐμέ Arr.Epict.1.28.5; οὐ κατὰ τὰς Μειδίου λῃτουργίας D.21.169; ἡ βασιλεία κατὰ τὴν ἀριστοκρατίαν ἐστί Arist.Pol.1310b3: freq. after a Comp., μέζων ἢ κατ' ἀνθρώπων φύσιν Hdt.8.38, cf. Pl.Ap.20e, etc.; μείζω ἢ κατὰ δάκρυα too great for tears, Th.7.75; ἤθεα βαθύτερα ἢ κατὰ Θρήϊκας more refined than was common among the Thracians, Hdt.4.95.
V by the favour of a god, etc., κατὰ δαίμονα Pi.O.9.28, cf. P.8.68; κατὰ θεῖον Ar.Eq.147 codd. (κατὰ θεὸν Cobet); κατὰ τύχην τινά D.48.24.
VI of round numbers (v. infr. VII.2), nearly, about, κατὰ Χίλια ἑξακόσια ἔτεα 1600 years more or less, Hdt.2.145, cf. 6.44, al.; κατ' οὐδέν = next to nothing, Pl.Plt.302b.
VII of time, during or in the course of a period, κατὰ τὸν πόλεμον Hdt.7.137; καθ' ἡμέραν, κατ' ἦμαρ, by day, A. Ch.818, Ag.668; κατ' εὐφρόνην Id.Pers.221; κατὰ Χειμῶνα, κατὰ θερείαν, PLille1r14 (iii B.C.), PTeb.27.60 (ii B.C.).
2 about, κατὰ τὸν αὐτὸν τοῦτον Χρόνον Hdt.3.131, etc.; κατὰ τοὺς θανάτους τῶν βασιλέων Id.6.58; esp. with names of persons, κατὰ Ἄμασιν βασιλεύοντα about the time of Amasis, Id.2.134; κατὰ τὸν κατὰ Κροῖσον Χρόνον Id.1.67; οἱ κατ' ἐκεῖνον (sc. τὸν Ἀλκιβιάδην) ὑμέτεροι πρόγονοι D.21.146 (v.l. κατ' ἐκεῖνον τὸν Χρόνον); κατὰ τοὺς Ἡρακλείδας X.Lac.10.8; οἱ καθ' ἑαυτοὺς ἄνθρωποι their contemporaries, Id.Mem.3.5.10.
3 καθ' ἕτος = this year, SIG 284.24 (Erythrae, iv B.C.), OGI458.64 (i B.C./iA.D.), CIG3641b5,38 (Lampsacus).
VIII periphrastically with abstract Subst., κατ' ἡσυχίην, κατὰ τάχος = ἡσύχως, ταχέως, Hdt.1.9,7.178; κατὰ κράτος = by force, X.HG2.1.19, etc.; κατὰ μέρος = partially, Arist.Po.1456a16; individually, severally, Pl.Tht.157b, Lg.835a; κατὰ φύσιν = naturally, Hdt. 2.38, Pl.R.428e; κατὰ τὴν τέχνην = skilfully, Luc.DDeor.20.7; οὔτ' ἐμοὶ λέγειν καθ' ἡδονήν (ἐστι) it is not pleasant for me to tell you, A.Pr.263.
C Position: κατά may follow both its cases, and is then written with anastr. κάτα, as Il.20.221, etc.; so also in tmesi, when it follows its Verb, 17.91.
D abs. as ADV. in all the above senses, esp. like κάτω, downwards, from above, down, freq. in Hom.
E κατά in COMPOS.,
I downwards, down, as in καταβαίνω, καταβάλλω, κατάκειμαι, καταπέμπω, καταπίπτω, καταπλέω 1.
II in answer to, in accordance with, as in κατᾴδω (occino), καταινέω, καταθύμιος.
III against, in hostile sense (cf. A.11.5), as in καταγιγνώσκω, κατακρίνω, καταψηφίζομαι: more rarely with a Subst., as καταδίκη.
IV back, back again, as in κάτειμι, καταπορεύομαι, καταπλέω ΙΙ.
V freq. only to strengthen the notion of the simple word, as in κατακόπτω, κατακτείνω, καταφαγεῖν, etc.; also with Substs. and Adjs., as in κατάδηλος, κάτοξος.
VI sometimes to give a trans. force to an intr. Verb, our be-, as in καταθρηνέω = bewail.
VII implying waste or consumption, as in καταλειτουργέω, καθιπποτροφέω, καταζευγοτροφέω: and generally in a disparaging sense, as in καταγιγνώσκω 1.
F κατά as a Prep. was shortened in some dialects, especially in Ep., into κάγ, κάδ, κάκ, κάμ, κάν, κάπ, κάρ, κάτ, before γ, δ, κ, μ, ν, π (or φ) , ῥ, τ (or θ), respectively; see these forms in their own places. Mss. and the older Edd. join the Prep. with the following word, as καγγόνυ, καδδέ, κακκεφαλῆς, καππεδίον, καπφάλαρα, καρρόον, καττάδε, καττόν, etc. In compd. Verbs, κατά sometimes changes into καβ, καλ, καρ, κατ, before β, λ, ρ, θ, respectively, as κάββαλε, κάλλιπε, καρρέζουσα, κάτθανε; and before στ, σχ, the second syllable sometimes disappears, as in καστορνῦσα, κάσχεθε, as also in the Dor. forms καβαίνων, κάπετον.κατὰ τά, IG22.334.15; cf. κά. κᾆτα, Att. crasis for καὶ εἶτα, v. εἶτα sub fin. κατάβα, for κατάβηθι, aor. 2 imper. of καταβαίνω.
German (Pape)
[Seite 1338] ion. = καθά, d. i. καθ' ἅ. kommt als adv. nicht mehr vor u. erscheint nur in einzelnen Fällen ohne Casus, wo man eine Tmesis annehmen muß, wie auch κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν Od. 2, 425. 15, 290 zu fassen, sie banden mit Tauen fest, wo der dat. nicht zu κατά gezogen werden darf; vgl. κατὰ συφεοῖσιν ἐέργνυ 10, 238. Als Präposition mit der Grundbedeutung herab u. darüberhin.
kommt als adv. nicht mehr vor u. erscheint nur in einzelnen Fällen ohne Casus, wo man eine Tmesis annehmen muß, wie auch κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν Od. 2.425, 15.290 zu fassen, sie banden mit Tauen fest, wo der dat. nicht zu κατά gezogen werden darf; vgl. κατὰ συφεοῖσιν ἐέργνυ 10.238. Als Präposition mit der Grundbedeutung herab u. darüberhin.
I. Mit dem genit.:
1) vom Orte;
a) Bewegung von oben nach unten hin, herab von; βῆ δὲ κατ' Ἰδαίων ὀρέων ἐς φύλοπιν Il. 16.677, βῆ δὲ κατ' Οὐλύμποιο καρήνων, vom Gipfel des Olymp herab, 22.187, καθ' ἵππων ἀΐξαντες, vom Wagen herabspringend, 6.232, βαλέειν κατὰ πέτρης Od. 14.399; ἱεὶς σαυτὸν κατὰ τοῦ τείχους Ar. Vesp. 355, wie ἐρρίπτεον ἑαυτοὺς κατὰ τοῦ τείχεος κάτω Her. 8.53, sie stürzten sich selbst von der Mauer herab; αὐτὴν πνεῦμα Βορέου κατὰ τῶν πλησίον πετρῶν ὦσαι Plat. Phaedr. 229c; ἁλλόμενοι κατὰ τῆς πέτρας Xen. An. 4.2.17; so auch richtigere Lesart κατὰ κλίμακος καταβαίνειν 4.5.25, wo Krüger DS. 14.28 καταβάσεις κατὰ κλιμάκων vergleicht; ἧκαν ἑαυτοὺς κατὰ τῆς χιόνος εἰς τὴν νάπην Xen. An. 4.5.18; so auch κατ' ἄκρης, s. ἄκρα; Ζεὺς ὕων κατὰ τοῦ κεράμου βαλανεύσει Pherecr. bei Ath. VI.269d. – Herab auf, nieder auf, κατὰ δ' ὀφθαλμῶν κέχυτ' ἀχλύς Il. 15.344 u. öfter, von dem Todesdunkel, das sich auf die Augen niedersenkt, vgl. τὸν δὲ κατ' ὀφθαλμῶν ἐρεβεννὴ νὺξ ἐκάλυψε 13.580; κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας, auf die Erde heftend, auf den Boden gesenkt, 3.217; vom Wurfspieß, κατὰ γαίης ᾤχετο, er fuhr niederwärts in die Erde. Daran reihen sich Vrbdgn wie στάξε κατὰ ῥινῶν Il. 19.39, μοῖσα κατὰ στόματος χέε νέκταρ Theocr. 7.82, über den Mund hin; πλειὼν δὲ κατὰ χθονὸς ἄρμενος εἴη Hes. O. 615; κατὰ τῆς τραπέζης κατασπάσας τέφρην, über den Tisch hin, Ar. Nub. 178; μύρον κατὰ τῆς κεφαλῆς καταχέαντες, über den Kopf herabgießen, Plat. Rep. III.398a; κατὰ τοῦ πυρὸς σπένδειν Critia. 120a; bei den Comic. κατὰ χειρὸς ὕδωρ, Waschwasser über die Hände, nach VLL, τὸ ῥᾷστον πάντων καὶ εὐχερέστατον; κατὰ χειρὸς ἦν τὰ πράγματα, Alles ging mir leicht von der Hand, Pherecr. Chir. frg. 7; eigtl. von dem über die Hände gegossenen Waschwasser, wie ὕδωρ ἐφέρετο κατὰ χειρῶν Ath. IX.408b; vgl. Lobeck zu Phryn. p. 327. – Pind. sagt κατ' ἀμευσιπόρων τριόδων ἐδινάθην, P. 11.38, darüber hin, auf dem Dreiwege; Aesch. δνοφεράν τιν' ἀχλὺν κατὰ δώματος αὐδᾶται φάτις Eum. 357. – Nach Hom. κόπρος κατὰ σπείους κέχυτο πολλή, Od. 9.330, erweitern Sp. diesen Gebrauch, διεσπάρησαν κατὰ τῆς νήσου, über die Insel hin, auf der Insel, Pol. 3.19.7, ἐσκεδασμένοι κατὰ τῆς χώρας 1.17.10; so im NT καθ' ὅλης τῆς Ἰουδαίας, u. a.Sp.
b) unter, zunächst bei der Bewegung, bes. unter die Erde, ψυχὴ κατὰ χθονὸς ᾤχετο Il. 23.100, sie ging unter die Erde; καταδεδυκέναι, ἀφανίζεσθαι κατὰ τῆς θαλάσσης Her. 7.6, 235; ἔδυ κατὰ γῆς Plat.Tim. 25d; κατὰ τῆς γῆς ὑποδύομαι ὑπὸ τῆς αἰσχύνης, vor Scham in die Erde sinken, Xen. An. 7.7.11; gew. ohne Artikel, κατὰ γῆς γενέσθαι 7.1.30. Bes. bei den Tragg. Bezeichnung der Unterwelt, οἱ κατὰ χθονὸς θεοί Aesch. Pers. 657 u. öfter, die Götter der Unterwelt; τοῦ κατὰ χθονὸς ᾅδου Ag. 1359; τὸν ἀεὶ κατὰ γᾶς σκότον εἱμένος Soph. O.C. 1699; κατὰ χθονὸς ἔκρυψε Ant. 24; ὁ κατὰ γῆς, der Verstorbene, Begrabene, Xen. Cyr. 4.6.5.
c) auf ein Ziel hin, κατὰ σκοποῦ τοξεύειν Hdn. 6.7.19; κατὰ νώτου ξαίνειν Dem. 19.197; κατὰ κόρρης πατάσσειν, hinter die Ohren schlagen, Luc. Gall. 30. So auch zu erkl. βᾶτε κατ' ἀντιθύρων Soph. El. 1427; κατὰ πηδαλίων, am Steuerruder, Eur. Andr. 480; κατὰ νώτου γενέσθαι, in den Rücken kommen, Her. 1.9, wird bes. ein militärischer Ausdruck, κατὰ νώτου, κατὰ προσώπου, im Rücken, in der Front, 1.75, Thuc. 3.108, Pol. 1.28.9 u. öfter. – Auffallender sagt Ap.Rh. κατὰ νηδύος ὔμμε φέρουσα, im Bauche, 4.1328. – Aus Vrbdgn dieser Art u. ä., z.B. τὸν κονιορτὸν εἶδε κατὰ τῶν ἰδίων φερόμενον, entwickelt sich die Bdtg
2) feindlich, gegen, wider, bes. sprechen, λέγων ὅσ' ἂν θέλῃς καθ' ἡμῶν ἔσχατα κακά Soph. Phil. 65, λόγους τοὺς μὲν Ἀτρειδῶν κάτα Aj. 295; κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώς, spricht gern gegen die Regierung, Aesch. Suppl. 480; ψεύδεσθαι κατά τινος Lys. 22.7; πολλοῦ δέω κατ' ἐμαυτοῦ ἐρεῖν αὐτός, ὡς ἄξιός εἰμι τοῦ κακοῦ, gegen mich selbst zu sprechen, Plat. Apol. 37b; stimmen, von Richtern, ψῆφος κατ' αὐτῶν ὀλεθρία βουλεύσεται Aesch. Spt. 180; ψῆφος καθ' ἡμῶν οἴσεται Eur. Or. 440; δίκην κατ' ἄλλου φωτὸς ὧδ' ἐψήφισαν Soph. Aj. 444; auch sonst von feindlichem Beginnen, αὐτὸς καθ' αὑτοῦ γ' ἄρα μηχανορραφῶ Aesch. Ch. 221, ἃ καθ' αὑτοῖν λόγχας στήσαντε Soph. Ant. 145, ὅσην κατ' αὐτῶν ὕβριν ἐκτίσαιτ' ἰών Aj. 297, κατά τινος μάρτυρας παρασχέσθαι, ὡς οὐκ ἀληθῆ λέγει Plat.Gorg. 472a, Folgde, ὃ κατὰ τῆς πόλεως ὑπελάμβανον εἶναι Pol. 10.8.5, τοιαύτην ὠμότητα εἶχε κατὰ τῶν ὑποτεταγμένων DS. 19.1; λόγος κατά τινος, oratio in aliquem, πρός τινα, adversus aliquem, WolfLept. p. CL. u. Heffter ath. Gerichtsverf. p. 175; θρίαμβος κατά τινος, über Einen, Plut. Ant. 84; εἶναι κατά τινος, zu Jem. Nachteil sein, Nic. 21, wie χρῆσθαί τινι κατά τινος, T.Gracch. 15. – Soph. vrbdt auch ἐγγελᾶν, ἐγκαλεῖν κατά τινος, O.C. 1341, Phil. 328.
3) von Plat. an ist dieser Gebrauch auch auf nicht feindliche Verhältnisse ausgedehnt, bes. beim Sprechen, in Beziehung auf, über, von, Symp. 193c, μὴ τοίνυν κατ' ἀνθρώπων σκόπει μόνον τοῦτο, ἀλλὰ καὶ κατὰ ζώων πάντων καὶ φυτῶν Phaed. 70d, συντιθεὶς λόγον ἔπαινον κατὰ τοῦ ὄνου, eine Lobrede auf den Esel, Phaedr. 260b; Prot. 323b; οἱ κατὰ τοῦ Δημοσθένους ἔπαινοι Aesch. 3.50, vgl. 124; ὃ καὶ μέγιστόν ἐστι καθ' ὑμῶν ἐγκώμιον Dem. 6.9, das größte Lob, das man über euch aussprechen kann; allgem., αἱ κατὰ Θηβαίων ἐλπίδες 19.84; ταῦτα κατὰ πάντων Περσῶν ἔχομεν λέγειν Xen. Cyr. 1.2.16; μία τις μέθοδος κατὰ πάντων Arist. anim. 1.1; ἐπεκράτησε τὸ τῶν Ἀχαιῶν ὄνομα κατὰ πάντων Πελοποννησίων, er wurde auf alle Peloponnesier ausgedehnt, von ihnen gebraucht, Pol. 2.38.1, der auch ἀφορμὴ μήτε κατὰ τῶν ἐμπόρων, μήτε περὶ τοὺς δούλους vrbdt, 4.50.3. Bei den Grammatikern zur Bezeichnung des Sprachgebrauchs, εἰ κατὰ θηλείας φαίης Apollon. synt. p. 198.19, φαῦλον καὶ φλαῦρον κατὰ τοῦ αὐτοῦ σημαινομένου, sagt man von denselben Dingen, Moeris, οἱ τάττοντες τοῦτο κατὰ τοῦ βλακὸς ἁμαρτάνουσιν Phryn. 272, wo Lobeck zu vgl.; κατὰ κοινοῦ, Schol. Thuc. 2.36; gewöhnlicher ἀπὸ κοινοῦ.
4) ein bes. Sprachgebrauch ist καθ' ἱερῶν ὀμνύναι, Ar. Ran. 101, auf das Opfer schwören, wobei örtlich an ein Handauflegen od. die Hand dagegen Ausstrecken zu denken; καθ' ἱερῶν τελείων ὀμνύναι Andoc. 1.98; ὤμνυε κατ' ἐξωλείας Dem. 21.119; καθ' ἡμῶν ὀμνύναι οὐκ ἤθελε, εἰ μὴ σαφῶς ᾔδει τὰ εὔορκα ὀμουμένη 29.26; παραστησάμενον τοὺς παῖδας αὐτὸν κατὰ τούτων ὀμεῖσθαι 54.38, wobei daran zu denken, daß der Schwur, wenn er nicht gehalten wird, auf das Haupt, bei dem man geschworen, als Fluch fällt; ἐπιορκήσασι κατὰ τῶν παίδων Lys. 32.13; κατὰ κυνῶν καὶ χηνῶν ὀμνύναι Luc.Icarom. 9; καθ' ἱερῶν τελείων ἑστιάσας Tim. 7. – Anders ist εὐχὴν ποιήσασθαι κατὰ χιλίων χιμάρων, ein Gelübde auf tausend Ziegen machen, Ar. Eq. 659; εὔχεσθαι κατὰ νικητηρίων Dem. ep. 1 extr., wie App. B.C. 2.141; sprichwörtlich geworden κατὰ βοὸς εὔχου, etwas Großes geloben, Diog. 5.90, μηδὲν κατὰ βοὸς εὔξῃ 6.55.
5) von der Zeit; κατὰ παντὸς τοῦ αἰῶνος ἀείμνηστον, für alle Zeit hin, Lycurg. 7; κατὰ παντὸς τοῦ χρόνου σκέψασθε Dem. 22.72 u. mit denselben Worten 24.180.
6) adverbiale Fügungen sind καθ' ὅλου, κατὰ παντός, Arist. u. Folgde, durchgängig, im Allgemeinen, s. die Wörter.
II. Mit dem accusat.;
1) vom Orte;
a) von der Ausdehnung über einen Ort hin, durchhin, u. geradezu in, bei Verbis der Bewegung u. der Ruhe, so daß immer an eine Ausbreitung über einen bestimmten Raum, nach einer gewissen Richtung hin zu denken ist, mit anderer Auffassung als bei ἀνά 3a, wie auch wir sagen: die Reihen hinauf u. hinunter; von Hom. an sehr gewöhnlich; κατὰ στρατόν Il. 7.370, κατὰ κρατερὰς ὑσμίνας 2.345, κατὰ γαῖαν Ἑλλάδα, Ἴλιον, Τροίην, κατὰ πτόλιν, ἄστυ, οἶκον, δώματα, κατὰ λαόν, δῆμον, ἀνθρώπους, κατὰ νῆας, κλισίας u. ä., κατὰ ῥωπήϊα Od. 14.473; so auch Tragg., κατὰ πτόλιν, ἄστυ, Aesch. Eum. 969, Pers. 1027 u. sonst; θεοῖς τοῖς καθ' Ἑλλάδα, in Griechenland, Ag. 564; ἐκ τοῦ κατ' ἄστυ βασιλέως τάδ' ἄρχεται, vom König in der Stadt, Soph. O.C. 67; εἴσω κατ' αὐτὸν (χῶρον) εὐστομοῦσ' ἀηδόνες 18; κατὰ στέγας ἰέναι O.R. 637; οἱ κατ' οἶκον, domestici, El. 1136; κατ' οἴκους, im Hause drinnen, O.R. 1447; κατ' ἀγρίαν ὕλην ἀλωμένη O.C. 349; in Prosa, αἱ ἔχιδναι κατὰ πᾶσαν τὴν γῆν εἰσίν Her. 5.109, sind über die ganze Erde verbreitet; ἥρωες κατὰ τὴν χώραν καὶ τὴν πόλιν ἱδρυμένοι Lycurg. 1.25; οὐ γὰρ ἦν κατὰ πόλιν Plat. Theaet. 142a; τῶν κατὰ τὸν οὐρανὸν ἰόντων περὶ γῆν, durch den Himmel hin, 208d (vgl. ἕως ἔτ' ἔστιν ἄστρα κατὰ τὸν οὐρανόν Ar. Eccl. 83); κατὰ τὸ ὑδάτιον Phaedr. 229a; τοῦ περιφερομένου κατὰ πάντα τὰ μέλη αἵματος Tim. 74c; κατὰ τὸν πλοῦν ἤδη ὤν, auf der Fahrt, Thuc. 7.31; οἱ. κατὰ ταῦτα οἰκοῦντες Xen. An. 7.5.13; κατὰ τὴν ὁδὸν ἐγένοντο 4.3.21 (vgl. Plat. ἐπειδὰν φερόμενοι γένωνται κατὰ τὴν λίμνην Phaed. 114a); οἱ κατὰ τὸ Ἀρκαδικὸν πελτασταί, im arkadischen Heere, 4.8.18; στὰς κατὰ τὰς πύλας, an dem Tore, 5.2.16. Bes. häufig κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν, zu Wasser u. zu Lande.
b) κατὰ ποταμὸν πλέειν Her. 1.194, 4.44, κατὰ ῥόον, stromabwärts, im Gegensatz von ἀνὰ ποταμόν, 2.96; κατὰ ῥοῦν φέρεται, sprichwörtlich vom Gelingen, Diog. 5.82; κατ' οὖρον ἴτω, ἐρέσσετε, Aesch. Spt. 672, 836; ῥείτω κατ' οὖρον Soph. Tr. 468; κατὰ τὸν Ἰλισσὸν ἴωμεν, hinab, entlang, Plat. Phaedr. 229a. Ähnlich vom Jäger entlehnt, der der Spur nachgeht, κυναγοὶ κατ' ἴχνος πλάταν ἄφαντον κελσάντων Aesch. Ag. 679; κατ' ἴχνος ᾄσσω Soph. Aj. 32, ich eile der Spur nach; κἀμὲ κατὰ ταύτην τὴν ὁδὸν ἄγε, auf diesem Wege, Plat. Soph. 237b; ἰέναι κατὰ τοὺς ἄλλους προϊόντας, ihnen nachgehen, Her. 9.53; κατὰ στίβον, auf dem Fuße, 4.122, wie κατὰ πόδας, Thuc. 3.98; Xen. Mem. 2.6.9.
c) Richtung wohin, an, κατὰ στῆθος βάλλειν, κατ' ἀσπίδα, Il. 3.347, 11.108, u. oft in ähnlichen Vrbdgn, an die Brust treffen, gegen den Schild werfen, auf Etwas zu schießen, βέλος κατὰ καίριον ἦλθε, das Geschoß kam an eine tödliche Stelle, 11.439, οὐδέ ποτε Ζεὺς τρέψεν ἀπὸ κρατερῆς ὑσμίνης ὄσσε φαεινώ, ἀλλὰ κατ' αὐτοὺς αἰὲν ὅρα, sah auf sie hin, 16.644; παίει κατὰ τὸ στέρνον Xen. An. 1.8.26; ὁρμᾶν κατά τινα 7.5.27; ὡς κατὰ τοῦτο τὸ χωρίον ἐγένοντο, als sie an den Ort gekommen waren, Her. 3.86; ἐπεὰν κατὰ τοῦτο γένωμαι τοῦ λόγου 6.19; übertr., κατὰ τωὐτὸ γίνεσθαι, übereinstimmen, 4.119; anders παρῄεσαν αἱ παρθένοι κατὰ τοὺς πατέρας, wo ihre Väter saßen, 3.14; λέγειν κατά τινα, zu ihm sprechen, Xen. Cyr. 7.1.12.
d) allgemeiner, gegenüber, ἀνὴρ κατ' ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη Aesch. Spt. 487; κατ' ὄμματα τῷ νυμφίῳ Soph. Ant. 756; κατὰ μὲν Λακεδαιμονίους ἔστησε Πέρσας Her. 9.31; in der Gegend bei, ἡ Στερίη κατὰ Σινώπην πόλιν κειμένη Her. 1.76; κεῖται ἡ Κεφαλληνία κατὰ Ἀκαρνανίαν Thuc. 2.30; ἡ καθ' ἡμᾶς θάλαττα, das sich zu uns erstreckende, bei uns liegende, das mittelländische Meer, Pol. 1.3.9; κατὰ βορέαν ἑστηκώς, gegen Norden, Thuc. 6.104; von taktischen Bestimmungen, οἱ κατὰ τὸ λαιὸν τῶν ὑπεναντίων Pol. 1.34.9; öfter οἱ κατά τινα τεταγμένοι u. ä., zur ungefähren Ortsbestimmung. – Oertlich ist auch ursprünglich das bei Hom. so geläufige κατὰ θυμόν, κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν, im Herzen, in der Seele, s. unten. – Bei Zahlen, ungefähr, Her. 2.145, 6.44, 79; κατ' οὐδέν, fast Nichts, 2.101.
2) von der Zeit, eine Verbreitung durch einen Zeitraum hin, während, zu, Dauer u. Gleichzeitigkeit ausdrückend; ἐμὸν κατ' αἰῶνα, zu meiner Zeit, Aesch. Spt. 201; λευκὸν κατ' ἦμαρ Ag. 654; κατ' ἦμαρ καὶ κατ' εὐφρόνην ἀεί Soph. El. 251; μίαν καθ' ἡμέραν, in einem Tage, Ant. 55; καθ' ἡμέραν τὴν νῦν, heute, O.C. 3, Aj. 788; bes. in Prosa, κατὰ Ἄμασιν βασιλεύοντα, zur Zeit als Amasis König war, Her. 2.143, κατὰ τὸν πόλεμον, während des Krieges, 7.157, κατ' εἰρήνην, in Friedenszeiten; κατὰ τὸν κατὰ Κροῖσον χρόνον, zu Krösus' Zeiten, 1.67; κατὰ τοὺς Τρωϊκοὺς χρόνους, zur Zeit des trojanischen Krieges; κατὰ Σωκράτην Ath. XI.505f; εἴ τι μὴ ὀρθῶς πράττω κατὰ τὸν βίον τὸν ἐμαυτοῦ Plat. Gorg. 489a; κατὰ τοὺς πρώτους χρόνους Polit. 274c; οἱ καθ' ἑαυτούς, ihre Zeitgenossen, Xen. Mem. 3.5.10; οἱ καθ' ἡμᾶς Pol. 16.20.8; εἴς τε τοὺς πρὸ ἡμῶν καὶ καθ' ἡμᾶς καιρούς 4.1.4; – κατὰ καιρὸν πράττεσθαι Dem. 1.4; – κατὰ φῶς, bei Tage, im Gegensatz von νύκτωρ, Xen. Cyr. 3.3.25. – Aber καθ' ἡμέραν ist = täglich, Aesch. Pers. 827 u. sonst oft, wie ὁ καθ' ἡμέραν βίος täglicher Lebensunterhalt, Soph. O.C. 1366, u. ἐπὶ τῷ καθ' ἡμέραν μισθῷ, Dem. 59.108, täglicher Lohn, κατ' ἐνιαυτόν jährlich, Plat. Polit. 298e; Xen. An. 3.2.12 u. öfter; κατὰ μῆνα, monatlich. Diese Verbindungen gehören zu 3) wo κατά Vereinzelung, Verteilung eines größern Ganzen in mehrere kleinere Teile ausdrückt; κρῖν' ἄνδρας κατὰ φῦλα, κατὰ φρήτρας, Il. 2.363, nach Stämmen u. Geschlechtern sie sondern; κατὰ στίχας, reihenweis, Il.; κατὰ κώμας κατοικημένοι, in einzelnen Dörfern angesiedelt, Her. 1.96; ἐκ τῶν συμμάχων ἐξελέγετο κατ' ὀλίγους 8.113, immer nur wenige aus den einzelnen Abteilungen; κατὰ ἕνδεκα μέρη κεκοσμημένη, in elf Teile, Plat. Phaedr. 246e; κατ' εἴδη διαιρεῖσθαι τὰ ὄντα, in od. nach Geschlechtern unterscheiden, 273e; ὁπόσοι κατὰ πόλιν ἐν ἑκάσταις νομεύονται Polit. 295e; ἵνα μὴ μόνον κατὰ πόλεις, ἀλλὰ καὶ κατ' ἔθνη δουλεύωσι, nicht bloß stadt-, sondern auch völkerweis, Dem. 9.26; ἐλάμβανον τοὺς ἄρτους κατ' ὀβολόν, τὰ ἄλφιτα κατ' ἡμίεκτον μετρούμενοι, halbmetzenweis, 31.37; κατὰ διακοσίας μνᾶς διακεχρημένον, in einzelnen Posten zu 200 Minen ausgeliehen, 27.11; taktisch, κατὰ φυλάς, κατ' ἴλας, κατὰ τάξεις, κατὰ λόχους, geschwader-, regimenterweise, Xen. Cyr. 1.4.17, 6.2.36, 2.1.23 u. sonst; ähnl. κατὰ πόλεις διελύθησαν, in die einzelnen Städte, Thuc. 3.1, ὡς ἕκαστοι κατὰ πόλεις 1.89; κατὰ μίαν ἐπὶ κέρως πλέοντες 2.90. Geradezu die Distributivzahlen bildend, καθ' ἕνα μαχεόμενοι Her. 7.104; καθ' ἑπτά, je sieben, Ar. Av. 1079; κατ' ὀλίγας (ναῦς) προσπίπτοντες, immer nur in kleinen Abteilungen, Thuc. 3.28; κατὰ δύο, je zwei, Plat. Ep. VI.323c; καθ' ἕνα, einzeln, Xen. An. 4.7.8; κατὰ μίαν ἢ δύο λαμβάνων Dem. 20.77; κατὰ μίαν ναῦν τάττειν Pol. 1.26.12, öfter, bes. von Anordnung u. Aufstellung der Soldaten, wohin man auch κατὰ κέρας προσβάλλειν, Xen. Cyr. 7.1.26, u. ä. rechnen kann. – Man vgl. noch κατ' ἔπος, Wort für Wort, Ar. Ran. 801, καθ' ἑσμούς, scharenweis, Vesp. 1146.
4) Vereinzelung u. Absonderung ausdrückend, κατὰ σφέας γὰρ μαχέσονται, für sich, abgesondert, werden sie kämpfen, Il. 2.366; μόνος καθ' αὑτόν, allein für sich, Soph. O.R. 63; αὐτὴ καθ' αὑτήν Eur. Ion60; αὐτὸς καθ' ἑαυτόν Ar. Vesp. 786; sehr gewöhnlich in Prosa, λέγων κατὰ σαυτόν Plat. Gorg. 505d; αὐτὸ καθ' αὑτὸ ἕκαστον, jedes Einzelne für sich, Theaet. 206a; μόνος αὐτὸς καθ' αὑτόν Rep. X.604a; καθ' ἕνα, einzeln, dem ἀθρόος entgeggstzt, Alc.I, 114d, wie Thuc. ἀντέσχομεν πρός τε ξύμπαντας καὶ καθ' ἑκάστους 2.64; οἱ καθ' αὑτοὺς Ἕλληνες 1.138; καθ' ἑαυτὸν πορεύεσθαι, allein, für sichmarschieren, Xen. An. 5.10.11; καθ' ὑμᾶς αὐτοὺς ἐξοπλίσθητε Cyr. 6.3.32 (aber αὐτοὶ καθ' ἑαυτούς = von selbst, freiwillig 5.5.39); γεγόνασι καθ' ἑαυτοὺς ἕκαστοι Dem. 10.52; ἤδη καθ' αὑτὸν ὄντι, als er schon selbstständig war, sein eigenes Geschäft hatte, 36.4.
5) aus 1c folgt die Bdtg des Zweckes, als einer Richtung worauf, ἦ τι κατὰ πρῆξιν ἀλάλησθε; Od. 3.72, 9.253, fahrt ihr nach einem Geschäfte, zu einem Geschäfte herum ? πλάζεσθαι κατὰ ληΐδα, auf, nach Beute umherschweifen, 3.106; κατὰ χρέος ἐλθεῖν, nach einem Orakelspruche kommen, um ihn einzuholen, 11.479; κατὰ ληΐην ἐκπλώσαντες Her. 2.152; ἀποπλέειν κατὰ βίου καὶ γῆς ζήτησιν 1.94, wie κατὰ ζήτησίν τινα πέμπειν Soph. Tr. 55; κατὰ θέαν ἥκειν Thuc. 6.31; καθ' ἁρπαγὴν ἐσκεδασμένοι, zur Plünderung zerstreut, Xen. An. 3.5.2. Ähnlich Ζεὺς μετ' Αἰθιοπῆας χθιζὸς ἔβη κατὰ δαῖτα, zum Schmause, Il. 1.424; vgl. κατὰ τὴν κνίσσαν εἰσελήλυθε Ar. Pax 1015. – Dah. drückt es auch den Bewegungsgrund aus, weg en, aus, αἰτίαν καθ' ἥντινα Aesch. Prom. 226; Θησέως κατὰ φθόνον στρατηλατοῦσαι, aus Neid gegen den Theseus, Eum. 656; κατ' ἔχθραν, aus Feindschaft, Suppl. 331, wie Ar. Pax 133; in Prosa, κατ' εὔνοιαν φρενῶν Aesch. Suppl. 918; ἐμήδιζον κατ' ἄλλο μὲν οὐδέν, κατὰ δὲ τὸ ἔχθος τῶν Θετταλῶν Her. 8.30, vgl. 7.142, 9.37; κατὰ τὴν τουτου προθυμίην τέθνηκας, nach seinem Wunsche, 1.124; τὴν προξενίαν κατά τι ἔγκλημα ἀπεῖπον Thuc. 6.89; κατὰ τί; weshalb ? Ar. Nub. 240 u. sonst; κατ' ἄλλο μὲν οὐδέν, ὅτι δέ Plat. Phaedr. 229d; κατὰ φθόνον οἴονται τὸν ἑαυτῶν λέγειν Gorg. 437d; ἐγὼ κατ' αὐτὸ τοῦτο ἄγαμαι Πῶλον, ὅτι 482d, eben deshalb, weil.
6) an 1b schließt sich die Bdtg gemäß, zufolge, nach, wie Plat. sagt ὥσπερ κατ' ἴχνη κατὰ τὰ νῦν εἰρημένα ζῆν, Phaed. 115b. So Hom. καθ' ἡμέτερον νόον, nach unserm Sinne, Il. 9.108, u. öfter κατὰ μοῖραν, κατ' αἶσαν, κατὰ κόσμον, nach Gebühr, nach Schicklichkeit, wie sich's gebührt; so auch Folgde; zunächst von göttlichen od. Schicksalsbestimmungen u. Orakeln, κατὰ θεὸν γάρ τινα ἔτυχον καθήμενος ἐνταῦθα Plat. Euthyd. 272e, vgl. Apol. 22a; κατὰ θεὸν ἥκεις, nach göttlicher Schickung, Her. 8.85; κατ' ὀμφὰς τὰς Ἀπόλλωνος δότε πέρασιν Soph. O.C. 102; κατ' ὀμφὴν σὴν ἐστάλη 556; κατὰ τὸ χρηστήριον Her. 7.178; dann: den Gesetzen gemäß, κατὰ νόμους Aesch. Suppl. 238, 385; κατὰ νόμους τοὺς ἐπιχωρίους Her. 1.35; κατὰ τοὺς νόμους ζῆν Plat. Prot. 326c; κατὰ νόμον, nach dem Branche, Xen. Cyr. 5.5.6 u. sonst oft; – κατὰ τὰς Θεμιστοκλέους ἐντολάς, nach dem Befehle, Her. 8.85; κατὰ τὰ παρηγγελμένα Xen. An. 2.2.8; κατὰ τὰ συγκείμενα, nach der Verabredung, 7.2.7; κατὰ τὰ συνεθήκατο Her. 5.112; κατὰ τὰ ἤκουον, nach dem was ich hörte, 2.49; κατὰ τὸν σὸν λόγον Plat. Gorg. 471a; – κατὰ νοῦν ἔχει κείνῳ Soph. O.C. 1765, wie κατὰ γνώμαν ἴδρις O.R. 1087, nach Wunsch; κατὰ τὸ εἰκός Xen. Cyr. 8.7.9; αἱ συνθῆκαι, καθ' ἃς ἐδανείσατο Dem. 25.69. – Von der Verwandtschaft, θρόνους ἔχω κατ' ἀγχιστεῖα τῶν ὀλωλότων Soph. Ant. 174; κατὰ τὴν συγγένειαν Xen. An. 7.2.31; vgl. Thuc. 1.95, 7.57; προσεχόμενον αὐτῷ κατὰ τὴν μητέρα, von mütterlicher Seite mit ihm verwandt, 1.127, wie auch Sp., z.B. App. B.C. 2.143; – κατὰ Πίνδαρον, wie Pindar sagt, Plat. Phaedr. 227b; καθ' Ὅμηρον Symp. 174c; κατὰ τὸν Θουκυδίδην Plut. Dem. 6; – οὐ γὰρ κατὰ τὸ πλεῖν κυβερνήτης καλεῖται, ἀλλὰ κατὰ τὴν τέχνην, in Beziehung auf od. danach benennen, Plat. Rep. I.341d, oft im Crat.; – κατὰ λόγον, im Verhältnis, s. λόγος. – In κατὰ τὸν πατέρα ἐπίβουλός ἐστι τοῖς καλοῖς, Plat. Symp. 203d, liegt »der Abstammung von seinem Vater nach«, väterlicherseits, wie sein Vater, so.
7) Ähnlichkeit, Übereinstimmung, Art u. Weise durch κατά ausgedrückt; κατὰ λοπὸν κρομύοιο, nach Art einer Zwiebelhaut, Od. 19.233; πατέρα τε καὶ μητέρα εὑρήσεις οὐ κατὰ μιθριδάτην τε τὸν βουκόλον καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ Her. 1.121, nicht nach Mithridates' Art, ganz andere Leute als Mithridates, vgl. 2.10; Thuc. 2.62; μέγεθος κατὰ συκέην μάλιστα, so groß wie, Her. 4.23; ποταμοὶ οὐ κατὰ Νεῖλον ἐόντες μεγάθεα 2.10; ἵνα προσείπω σε κατὰ σέ, nach deiner Art, Plat. Gorg. 467a; κατ' ἐμαυτόν, nach meiner Art, οὐ πρὸς τοὺς ὑμετέρους λόγους Symp. 199a; κατὰ τὸν πάππον, wie der Großvater,Parm. 176c; ὁμολογῶ οὐ κατὰ τούτους εἶναι ῥήτωρ Apol. 17b; – κατὰ ταὐτά, auf dieselbe Weise, Her. 6.53; τὸ κατὰ ταὐτόν Plat. Phil. 58a; κατὰ τί λέγοντες Soph. 222c; κατὰ πάντα τρόπον, auf alle Weise, Xen. An. 6.4.30; κατὰ πολλοὺς τρόπους, auf viele Arten, Cyr. 8.1.46. – Aehnl. τὸ ἐμὸν δέος οὐκ ἔστι κατ' ἄνθρωπον, ist nicht menschlich, Plat. Phil. 12c; οὐ κατὰ χρυσίον δοκεῖ σοι εἶναι Symp. 112c; τὸ καθ' ἡλικίαν, dem Alter angemessen, Arist. eth. 8.12. – Bes. ὁ κόμπος οὐ κατ' ἄνθρωπον φρονεῖ, Aesch. Spt. 407, wie λέγω κατ' ἄνδρα, μὴ θεὸν σέβειν ἐμέ, wie einen Menschen, nicht wie einen Gott, Ag. 899; ἃ δὴ κατ' ἄνδρα γίγνεται νεανίαν Eur. I.A. 938; u. beim Komparat., wenn eine Sache in ihrem Verhältnis zu einer andern betrachtet u. dem Grade nach damit verglichen wird, das lat. quam pro, μεῖζον ἢ κατ' ἄνθρωπον νοσεῖς, du leidest an übermenschlicher Krankheit, du leidest übermenschlich Großes, Soph. O.C. 604; τοὔργον τόδε μεῖζον ἀνήκει ἢ κατ' ἐμὰν ῥώμαν, es geht über meine Kraft, Tr. 1025; φρονείτω μεῖζον ἢ κατ' ἄνδρα, stolzere Gedanken hegen, als sich für einen Menschen ziemt, Ant. 764; ὅστις μὴ κατ' ἄνθρωπον φρονεῖ Aj. 748; δοκεῖ μοι ἀμείνων ἢ κατὰ τοὺς περὶ Λυσίαν εἶναι λόγους Plat.Phaedr. 279a, vgl. Phaed. 94e; ταῦτα ἴσως μείζω ἐστὶν ἢ κατ' ἐμὲ καὶ σὲ ἐξευρεῖν Crat. 392e, es geht über unsere Kräfte, ist im Vergleich mit unserer Kraft zu groß, ist zu groß, als daß wir es ausfindig machen könnten; μείζω ἢ κατ' ἄνθρωπον Rep. II.359d; μείζω ἢ κατὰ δάκρυα πεπονθότες ἤδη, mehr als daß es hinreichend beweint werden könnte, Thuc. 7.75; πλείω ἢ κατὰ τὸ ἡμέτερον πλῆθος Xen. Cyr. 4.5.40; τίς κρείττων ἢ κατ' ἄνθρωπον; 8.7.2; μεῖζον φορτίον ἢ καθ' ἑαυτὸν ἀράμενον, eine größere Last als er tragen kann, Dem. 11.14; εἰ δέ τῳ δοκῶ μείζονας ἢ κατ' ἐμαυτὸν λέγειν λόγους 13.18; πολλὰ κἀγαθὰ ὑμᾶς εἰργασμένοι οὐ κατὰ τὰς μειδίου λειτουργίας 21.169, nicht so geringfügig wie die Leistungen des Midias; so Sp., wie Pol. τολμηρότερον ἢ κατὰ τὴν ἡλικίαν, als man es von seinem Alter erwarten sollte, 5.18.7, vgl. 1.8.5.
8) Allgemeiner, in Rücksicht auf, σὺ δὲ ἀνὴρ καθ' ἡμᾶς ἐσθλὸς ὢν ἐπίστασο Soph. Aj. 1878; οὐκ ἔχω εἶπαι κατὰ τὴν Ἀμφιάρεω ἀπόκρισιν Her. 1.49, wie κατὰ τὴν τροφὴν τῶν παίδων τοσαῦτα ἔλεγον, in Beziehung auf, über die Ernährung, 2.3; κατὰ μὲν τὸν κρητῆρα οὕτως εἶχε, so verhielt es sich; καθ' ὃ ἡδέα ἐστίν, ἆρα κατὰ τοῦτο οὐκ ἀγαθά, ist es in der Beziehung, wo es angenehm ist, nicht gut, Plat.Prot. 351c; κατὰ τί; inwiefern ? 335d; καθ' ὅσον, insoweit, 351c; καθ' ὅ τι, insofern, daß, Polit. 298c; auch mit pleonastischem εἶναι, ἐγὼ τούτοις κατὰ τοῦτο εἶναι οὐ ξυμφέρομαι Prot. 317a; κατά τι, in irgendeiner Rücksicht, in irgendeinem Stücke, κατὰ πάντα, in allen Stücken; τὸ κατὰ τοῦτον εἶναι Xen. An. 1.6.9, in Beziehung auf diesen, was ihn anbelangt. – Dah. dient es oft zur bloßen Umschreibung, die ausdrücklicher als das bloße Nomen od. ein Genitiv an alle einzelnen Beziehungen erinnern soll, τὰ κατὰ τὸν πόλεμον, der Krieg und Alles, was ihn betrifft; τὰ κατὰ τὴν πόλιν, Alles was den Staat betrifft, das Verhältnis, die Lage des Staates; λάχη τὰ κατ' ἀνθρώπους Aesch. Eum. 300, = ἀνθρώπων; πάντα τὰ κατ' ἀνθρώπους, alle menschlichen Verhältnisse, alles Menschliche, 840; τὰ κατὰ τὴν μουσικὴν πάντα Plat. Gorg. 474a; τῶν κατὰ τὸ σῶμα ἐπιθυμιῶν, die sich auf den Körper beziehen, die leiblichen, Phaed. 82c; τὰ καθ' ὑμᾶς ἐλλείμματα, Fehler von eurer Seite, eure Versehen, Dem. 2.27; τῷ καθ' ἑαυτὸν φόβῳ, durch Furcht vor ihm, die er einflößt, 19.2; τὰ καθ' ἡμᾶς καλῶς ἔχει, unsere Sachen stehen gut, Xen. Cyr. 7.1.16. Von Sp. wird dies noch weiter ausgedehnt, τούτῳ τὸ κατὰ τὸν στόλον ἐνεχείρισεν, er trug ihm den Zug, Alles, was dazu gehörte, auf, Pol. 1.56.1, öfter; ὁ κατὰ τὰς ἀρχαιρεσίας χρόνος, die Zeit der Comitien, 1.52.2; sogar ἡ κατὰ τὸν ἥλιον ἀνατολή, πορεία, Aufgang, Lauf der Sonne, 3.113.1, 9.15.6; αἱ κατὰ τὸν Φίλιππον εὐεργεσίαι, des Philipp, 2.48.2; ἡ καθ' Ἡρόδοτον ἱστορία, die Geschichte des Herodot, DS, u. a.Sp. – Manche Umschreibungen der Art sind ganz adverbial geworden u. bei den einzelnen Substantiven bemerkt, κατ' ἰσχύν, kräftig, Aesch. Prom. 212, κατὰ σκότον, im Finstern, heimlich, Soph. Phil. 574, κατ' ὀρθόν, gerade, recht, O.R. 88, κατ' ὀργήν, erzürnt, Tr. 929, καθ' ὁρμὴν δρᾶν, eifrig, Phil. 562, καθ' ἡσυχίαν, ruhig, κατὰ τάχος, eilig, κατὰ κράτος, mit Gewalt, wie κατὰ τὸ ἰσχυρόν, Her. 9.2, κατὰ πόδα, sogleich, Xen. Hell. 2.1.20, κατὰ μέρος, abwechselnd, κατὰ φύσιν, naturgemäß, natürlich, κατὰ τύχην, zufällig, κατὰ μικρόν, κατ' ὀλίγον, allmälig, nach u. nach, κατὰ πολύ, bei weitem, u. ä. Κατά erleidet bei Dichtern die Anastrophe, wenn es dem Casus, den es regiert, nachsteht, wie Ἀτρειδῶν κάτα, Soph. Aj. 295, 948; auch in tmesi, wenn es dem zugehörigen Verbum nachsteht, wird κάτα geschrieben, ὅτ' ἂν εὐφροσύνη μὲν ἔχῃ κάτα δῆμον, Od. 9.6, Il. 17.91.
Bei Dichtern, bes. den älteren Epikern, lautet das Wort auch vor Konsonanten κάτ u. erleidet dann Assimilationen, so daß nicht bloß in Zusammensetzungen κάββαλε, κακκείοντες, κάλλιπε, καρρέζουσα, κατθανεῖν geschrieben wird, sondern auch καγγόνυ, καδδέ, καδδύναμιν, für κὰγ γόνυ, κὰδ δέ, κὰδ δύναμιν, u. eben so κακκεφαλῆς, καμμέν u. καμμέσον, καννόμον, καππεδίον, καπφάλαρα, κάρρα, καττάδε, καττόν, die sämmtlich besser getrennt geschrieben werden, aber an ihrer Stelle aufgeführt sind. Vor στ u. σχ fällt auch τaus, in καστορνῦσα, κάσχεθε. – In καταιβάτης u. ä. hat sich die alte gedehnte Form καταί erhalten.
In der Zusammensetzung bedeutet es
1) von oben herab, herunter, darauf, am Boden, καταβαίνω, καταβάλλω, καταπίπτω, κατάκειμαι.
2) entgegen, gegen an, κατᾴδω, καταβοάω, u. bes. eine feindliche Tätigkeit, ein nachteiliges Einwirken, καταγιγνώσκω, κατηγορέω, καταψηφίζομαι, ver-, miß-.
3) Verstärkung des ursprünglichen Begriffes, er-, zer-, ver-, κατακόπτω, καταφαγεῖν, κατακτείνω, auch adj., κατάδηλος.
4) zuweilen gibt es auch einem intr. Verbum transitive Bdtg, καταθρηνέω, beweinen, beklagen.
French (Bailly abrégé)
adv. de haut en bas, d'où
1 en bas ; κατὰ δάκρυ χέουσα IL laissant tomber une larme, κὰδ δέ οἱ ὕδωρ χεῦαν IL ils versèrent de l'eau sur son corps;
2 en dessous, au fond ; à fond, tout à fait, complètement : κατὰ ταῦρον ἐδηδώς IL (semblable au lion) qui a dévoré un taureau ; κατὰ τέκν' ἔφαγε IL (dès qu') il eut mangé les petits passereaux;
3 qqf avec un gén. de direction indépendant de la préposition : κατὰ δ' αἷμα ἔρρεε χειρός IL de sa main le sang coulait ; κατὰ δὲ ῥέεν ἱδρὼς ὤμων καὶ κεφαλῆς IL de ses épaules et de sa tête la sueur coulait;
Prép. avec le gén. et l'acc. :
• avec le GÉN. :
I. pour marquer le point de départ du haut de : βῆ δὲ κατ' Οὐλύμποιο καρήνων IL (Athéna) s'élança des sommets de l'Olympe ; ἅλλεσθαι κατὰ τῆς πέτρας XÉN sauter du haut du rocher;
II. pour marquer le point d'arrivée, càd :
1 sur : κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας IL ayant fixé ses yeux à terre ; fig. κατὰ δ' ὀφθαλμῶν κέχυτ' ἀχλύς IL et les ténèbres se répandirent sur ses yeux ; p. ext. κατ' ἐξωλείας ὀμνύναι ATT jurer par sa perte, càd sur sa propre tête;
2 au fond de, à l'intérieur de, dans : καταδῦναι κατὰ θαλάσσης HDT s'enfoncer dans la mer ; κατὰ χθονὸς κρύπτειν SOPH déposer dans le sein de la terre ; ὁ κατὰ γῆς XÉN celui qui est sous terre, le mort ; οἱ κατὰ χθονὸς θεοί ESCHL les divinités souterraines, les dieux infernaux;
III. pour marquer la direction, le but :
1 en vue de : λέγειν κατά τινος PLAT parler sur qqn ou sur qch (mais v. ci-dessous la même locut. en mauv. part) ; καθ' ὅλου ATT en général ; κατὰ παντός ATT m. sign.
2 en mauv. part contre : λόγχην στῆσαι κατά τινος SOPH tenir sa lance en arrêt contre qqn ; λέγειν κατά τινος SOPH parler contre qqn;
• avec l'ACC;
I. en suivant de haut en bas, en descendant :
1 avec idée de lieu κατά ῥόον HDT en descendant le courant ; τὸ ὕδωρ κατὰ τὰς τάφρους ἐχώρει XÉN l'eau s'épanchait dans les tranchées ; κατὰ φῦλα, κατὰ φρήτρας IL par tribus, par familles ; κατ' ἄνδρα HDT homme par homme ; κατὰ κώμας κατῳκῆσθαι HDT habiter dans des villages séparés ; ἐσκήνουν κατὰ τάξεις XÉN (les troupes) logeaient sous des tentes par compagnies ; κατὰ μέρος φυλάττειν XÉN monter la garde par détachements;
2 avec idée de temps pendant : κατὰ τὸν πόλεμον HDT pendant la guerre ; δεῖπνον κατὰ φῶς ἐποιοῦντο XÉN ils prenaient le repas du soir pendant qu'il faisait encore jour ; κατὰ τὸν κατὰ Κροῖσον HDT au temps de Crésus ; κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον HDT dans le même temps;
3 avec idée de distribution καθ' ἡμέραν ESCHL jour par jour, jour après jour ; κατ' ἐνιαυτόν XÉN chaque année;
II. en tombant sur :
1 au propre βέλος κατὰ καίριον ἦλθεν IL le trait (ne) l'atteignit (pas) mortellement ; παίειν κατὰ τὸ στέρνον XÉN frapper à la poitrine;
2 à travers (du haut en bas, d'un bout à l'autre) : καθ' Ἑλλάδα ESCHL par toute la Grèce ; κατὰ γῆν, κατὰ θάλατταν XÉN par terre, par mer ; sur terre, sur mer ; κατὰ τὴν ὁδόν, sur le chemin ou le long de la rue;
3 p. ext. dans le voisinage de, auprès de : τύμβον κατ' αὐτόν ESCHL près du tombeau même ; κατὰ τὸ προάστειον HDT à l'entrée du faubourg ; avec idée de nombre κατὰ ἑξήκοντα ἔτεα καὶ χίλια HDT vers ou environ 1060 années;
III. p. anal. avec simple idée de direction en regardant vers :
1 en face de : κατὰ βορέαν ἑστηκώς THC exposé au vent du nord ; fig. en vue de : πλάζεσθαι κατὰ ληΐδα OD ou κατὰ ληΐην HDT aller de côté et d'autre en quête d'un butin ; καθ' ἁρπαγὴν ἐσκεδασμένοι XÉN s'étant dispersés pour piller;
2 avec idée d'hostilité contre : ἀνὴρ κατ' ἄνδρα ESCHL homme contre homme;
3 fig. au sujet de, par rapport à, en ce qui concerne : τὰ κατ' ἀνθρώπους ESCHL les affaires humaines ; καθ' ἡσυχίην HDT c. ἡσύχως, en sécurité, en paix ; κατὰ τάχος HDT c. ταχέως, en hâte;
4 selon, suivant, d'après ; καθ' ἡμέτερον νόον IL selon notre sentiment ; κατά τὸν νόμον XÉN conformément à la loi, selon la loi ; κατ' ἔχθραν ESCHL, κατ' ἔχθος THC par haine ; avec idée de comparaison κρομύοιο λοπὸν κάτα (pour l'accent, v. fin de l'article) OD comme une pelure d'oignon ; κηδεῦσαι καθ' ἑαυτόν ESCHL se marier selon son rang ; οὐ κατ' ἄνθρωπον φρονεῖν ESCHL n'avoir pas les sentiments d'un homme ; μείζων ἢ κατ' ἀνθρώπου φύσιν HDT plus grand que selon la nature humaine ; μείζω ἢ κατὰ δάκρυα THC (les maux que l'armée avait soufferts étaient) de ceux que les larmes ne sauraient égaler;
5 au fond de, dans : κατὰ θυμόν IL au fond de son cœur, dans son cœur;
• Rem. : I. κατά en poésie se place qqf après son régime, et s'accentue κάτα (v. ci-dessus III, 4);
II. En composition κατά marque :
1 l'idée de « descendre » ; v. καταβαίνω, καταβάλλω, etc.
2 l'idée de « aller dans le sens de », d'où l'idée de « en conformité », « d'accord avec », « selon » : v. κατᾴδω ; « p. suite de », « en réponse à » : v. καταβοάω;
3 l'idée de « aller contre », d'où en gén. l'idée d'hostilité : v. καταγιγνώσκω, κατακρίνω;
4 l'idée de « tout à fait », « complètement », v. κατακαίω, κατακτείνω, etc.
5 p. suite, une simple idée de renforcement : v. καταθρηνέω.
Étymologie: du th. i.-e. ca-, κα- « avec », et du th. pronom, τα- d'où το- conservé dans l'art. τό, dans les pronoms αὐτός, οὗτος, etc.
English (Autenrieth)
before γ sometimes κάγ, before δ κάδ, before π and φ κάπ, before ρ κάρ (and by some written in combination with its case, e. g. καγγόνυ, καδδύναμιν): down.—I. adv., down, utterly (here belong all examples of ‘tmesis' so-called); κατὰ δάκρυ χέουσα, fig., κατὰ δ' ὅρκια πάτησαν, ‘under foot,’ Il. 4.157; κατὰ δ' ἅρματα ἄξω, break ‘to pieces;’ κατὰ ταῦρον ἐδηδώς, having devoured, stronger than ‘eaten,’ through the force of κατά, Il. 17.542; Πηλῆά γ' ὀίομαι ἢ κατὰ πάμπαν | τεθνάμεν, to be dead and gone, cf. καταθνήσκω, Il. 19.334; the appropriate case of a subst. may specify the relation of the adv., κατὰ δὲ νότιος ῥέεν ἱδρὼς | ὤμων καὶ κεφαλῆς (local gen.), Il. 11.811.—II. prep., (a) w. gen., down, down from, down over, κατ' οὐρανοῦ εἰλήλουθεν, Od. 7.199; κατ ὀφθαλμοῦ κέχυτ ἀχλύς, Il. 5.696; ἀμβροσίην καὶ νέκταρ ἐρυθρὸν | στάξε κατὰ ῥῖνῶν, ‘down through,’ ‘in through,’ Il. 19.39; κατ' ἄκρης, ‘from top to bottom,’ ‘utterly.’—(b) w. acc., down, down through, down into, κατὰ τεῖχος ἔβησαν, Il. 13.737; of motion not so vaguely as ἀνά, ‘up and down,’ but usually rather with reference to some definite end or purpose, δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ' αὐτοὺς.. ἐδίνευον κατὰ μέσσους, ‘among them.. down the centre,’ Od. 4.18; ναίειν κατὰ πόλιν, in particular places throughout the city, Il. 2.130; so, κατὰ γαῖαν, κατὰ πόντον, and simply local, κατὰ στῆθος, in the breast, met., κατὰ θῦμόν, ‘in the heart;’ transferred from the physical or local sense to other relations, distributive, according to, by, κατὰ φῦλα, κατὰ στίχας, so κατὰ σφέας, ‘by themselves;’ fitness, κατὰ θῦμόν, according to one's wish; κατὰ κόσμον, κατ' αἶσαν, κρομύοιο λοπὸν κάτα, ‘after the semblance’ of an onion-skin, Od. 19.233; purpose, κατὰ πρῆξιν, ‘on business’; κατὰ δαῖτα, ‘for a banquet,’ Il. 1.424.
English (Slater)
κατά (
1 κάν (O. 8.78))
1 c. gen.,
a below τὰ δ' ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ ἀλιτρὰ κατὰ γᾶς δικάζει τις (O. 2.59)
b by, over of object by which one swears. κατὰ χρυσόκερω λιβανώτου (sc. εὔχεσθαι) fr. 329.
2 c. acc.,
a of place.
I in. at Νεμέας κατὰ κόλπον (O. 9.87) καὶ πᾶσαν κάτα / Ἑλλάδ' εὑρήσσει (O. 13.112) γᾶν τε καὶ πόντον κατ' ἀμαιμάκετον (P. 1.14) ἥμερον ὄφρα κατ' οἶκον ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρ σανῶν τ ἀλαλατὸς ἔχῃ (P. 1.72) κατὰ λαύρας δ' ἐχθρῶν ἀπάοροι πτώσσοντι (P. 8.86) ἦῤ, ὦ φίλοι, κατ' ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην (codd.: ἀμευσιπόρους τριόδους Hermann) (P. 11.38) κατ' Ὄλυμπον ἄλοχος Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ ἔστι (N. 10.17) ὀδμὰ δ' ἐρατὸν κατὰ χῶρον κίδναται Θρ.… δεξιὰν κατὰ χεῖρα πατρὸς fr. 146. 2. Θήβαν ἔτι μᾶλλον ἐπασκήσει θεῶν καὶ κατ' ἀνθρώπων ἀγυιάς fr. 194. 6.
II throughout, among καθ' Ἕλλανας (O. 1.116) (O. 6.71)
III on, upon πατέρος Ἀθαναία κορυφὰν κατ' ἄκραν ἀνορούσαισ (O. 7.36) εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ Αἴγιναν κάτα / σπένδειν μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς (fort. tmesis, κατασπένδειν) (I. 6.8)
IV along, on μακρά μοι νεῖσθαι κατ' ἀμαξιτόν (P. 4.247) πατρίαν εἴπερ καθ' ὁδόν νιν εὐθυπομπὸς αἰὼν ταῖς μεγάλαις δέδωκε κόσμον Ἀθάναις (N. 2.7) καί ποτ' ἐς ἑπταπύλους Θήβας ἄγαγον στρατὸν ἀνδρῶν αἰσιᾶν οὐ κατ ὀρνίχων ὁδόν (N. 9.19) Θέμιν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα σεμνὰν ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν fr. 30. 4. ]α κατὰ πᾶσαν ὁδόν (Pae. 4.6) Ὁμήρου[ τρι]πτὸν κατ' ἀμαξιτὸν ἰόντες Πα. 7B. 11.
b
I in accordance with, according to ἔστι δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος κὰν νόμον ἐρδόμενον (O. 8.78) ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' ἄνδρες ἐγένοντ (O. 9.28) χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον (P. 2.34) κατ' ἐμὰν θεραπεύων μαχανάν (P. 3.109) “βασιλευομέναν οὐ κατ' αἶσαν” (P. 4.107) ὦναξ, ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ κατά τιν ἁρμονίαν βλέπειν ἀμφ ἕκαστον ὅσα νέομαι (sense and construction obscure: perhaps tmesis? καταβλέπειν) (P. 8.68) καὶ ζώων ἔτι νεαρὸν κατ' αἶσαν υἱὸν ἴδῃ τυχόντα στεφάνων Πυθίων befittingly (P. 10.26) ἀγορὰν οὐκ ἐλεγχέεσσιν Ἀριστοκλείδας τεὰν ἐμίανε κατ' αἶσαν i. e. according to the will of the Muse (N. 3.16) (χεῖρα) τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ' ἁπάσαις ἁνίαις opportunely (I. 2.22) Ὅμηρος ὃς αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν θεσπεσίων ἐπέων λοιποῖς ἀθύρειν (I. 4.38) χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι fr. 123. 1. εἴη καὶ ἐρᾶν καὶ ἔρωτι χαρίζεσθαι κατὰ καιρόν fr. 127. 2. κατ]ὰ καιρὸν[ ?fr. 346a. 3.
II distributively. μαχαίρᾳ τάμον κατὰ μέλη limb by limb (O. 1.49) ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας, ἐπέψαυσαν κατὰ πὰν τέλος in every issue (I. 4.11)
c of time, at τὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ βωμὸν παρ' Ὀλύμπιον, κεῖνον κατὰ χρόνον (O. 10.102) ἤλυθον κείνου γε κατὰ κλέος at the news of Jason (P. 4.125)
d in the manner of, like τόδε μὲν κατὰ Φοίνισσαν ἐμπολὰν μέλος πέμπεται (P. 2.67)
e fragg. ]γλυκὺν κατ' αὐλὸν αἰθερ[ (Pae. 7.11) ]κατὰ χθόν ε[ Δ. 4. h. 12. ]καθ' ἁλικίαν[ Θρ. 5. 5.
3 in tmesis. κατὰ γαἶ αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν (O. 6.14) ἔργῳ τ' οὐ κατὰ εἶδος ἐλέγχων (O. 8.19) κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι (P. 5.121) [κατὰ βλέπειν (P. 8.68) v. supra 2. b. α. κάτα σπένδειν (I. 6.8) v. supra 2. a. γ.] κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν fr. 171.
English (Abbott-Smith)
κατά (bef. a vowel κατ’, καθ’; on the freq. neglect of elision, v. Tdf., Pr., 95; WH, App., 146a), prep. c. gen., acc.,
down, downwards.
I.C. gen. (WM, §47, k; Bl., §42, 2).
1.C. gen. rei, in local sense;
(a)down, down from: Mt 8:32, Mk 5:13, Lk 8:33, I Co 11:4;
(b)throughout (late usage; Bl, l.c.): κατὰ ὅλης κ.τ.λ., Lk 4:14 23:5, Ac 9:31 10:37;
(c)in a peculiar adjectival phrase: ἡ κατὰ βάθους, deep or extreme poverty, II Co 8:2.
2.C. gen. pers., usually in hostile sense;
(a)against (in cl. only after verbs of speaking, witnessing, etc.): opp. to ὑπέρ, Mk 9:40; μετά, Mt 12:30; after ἐπιθυμεῖν, Ga 5:17; λαλεῖν, Ac 6:13; διδάσκειν, Ac 21:28; ψεύδεσθαι, Ja 3:14; after verbs of accusing, etc., Mt 5:23, Lk 23:14, Ro 8:33, al.; verbs of fighting, prevailing, etc., Mt 10:35, Ac 14:2, I Co 4:6, al.;
(b)of swearing, by: όμνυμι κατὰ (BL, §34, 1), He 6:13,16, cf. Mt 26:63.
II.C. acc. (WM, §49d; BL, §42, 2).
1.Of motion or direction;
(a)through, throughout: Lk 8:39 9:6 10:4, Ac 8:1, 36 al.;
(b)to, towards, over against: Lk 10:32 (Field, Notes, 62), Ac 2:1o 16:7, Ga 2:11, Phl 3:14, al.;
(c)in adverbial phrases, at, in, by, of: κατ’οἶκον, at home, Ac 2:46; κατ’ ἰδίαν (v.s. ἴδιος); καθ’ ἑαυτόν, Ac 28:16, Ro 14:22, Ja 2:17; c. pron. pers., Ac 17:28 18:15, Ro 1:15, Eph 1:15, al.
2.Of time, at, during, about: Ac 8:26 12:1 19:23, Ro 9:9 He 1:10, al.
3.Distributive;
(a)of place: κατὰ τόποὐς, Mt 24:7, al.; κατὰ πόλιν, Lk 8:1, 4 al.; κατὰ ἐκκλησίαν, Ac 14:23.
(b)of time: κατὰ ἔτος, Lk 2:41; ἑορτήν, Mt 27:15, al.;
(c)of numbers, etc.: καθ’ ἕνα πάντες, I Co 14:31 (on καθ’ εἷς, v.s. εἷς); κατὰ ἑκατόν, Mk 6:40; κατὰ μέρος, He 9:5; κατὰ ὄνομα, Jo 10:3.
4.Of fitness, reference, conformity, etc.;
(a)in relation to, concerning: Ro 1:3, 4 7:22 9:3, 5, I Co 12:6 10:18, Phl 1:12; κατὰ πάντα, Ac 17:22, Col 3:20, 22 He 2:17 4:15;
(b)according to, after, like: Mk 7:5, Lk 2:27, 29 Jo 7:24 Ro 8:4 14:15, Eph 2:2, Col 2:8, Ja 2:8, al.
III.In composition, κατὰ denotes,
1.down, down from (καταβαίνω), etc.), hence, metaph.;
(a)victory or rule over (καταδουλόω, -κυριεύω, etc.);
(b)"perfective" action (M, Pr., 111ff.).
2.under (κατακαλύπτω), etc.).
3.in succession (καθεξῆς).
4.after, behind (καταλείπω).
5.Hostility, against (καταλαλέω).
English (Strong)
a primary particle; (prepositionally) down (in place or time), in varied relations (according to the case (genitive, dative or accusative) with which it is joined): about, according as (to), after, against, (when they were) X alone, among, and, X apart, (even, like) as (concerning, pertaining to touching), X aside, at, before, beyond, by, to the charge of, (charita-)bly, concerning, + covered, (dai-)ly, down, every, (+ far more) exceeding, X more excellent, for, from … to, godly, in(-asmuch, divers, every, -to, respect of), … by, after the manner of, + by any means, beyond (out of) measure, X mightily, more, X natural, of (up-)on (X part), out (of every), over against, (+ your) X own, + particularly, so, through(-oughout, -oughout every), thus, (un-)to(-gether, -ward), X uttermost, where(-by), with. In composition it retains many of these applications, and frequently denotes opposition, distribution, or intensity.
Greek Monolingual
(I)
(AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» — πάει προς την καταστροφή
β. «πάμε κατά καπνού» — βαδίζουμε στον αφανισμό
γ. «άι κατ' ανέμου» — χάσου απ' εδώ
δ. «κατὰ τούτων ὀδεύσειας», Λουκιαν.)
β) (εχθρική κίνηση) εναντίον κάποιου («όρμησε κατά του εχθρού»)
2. (με αιτ.) α) τοπική έκταση («κατά γην και κατά θάλασσαν»)
β) (χρονική έκταση) κατά τη διάρκεια («κατά τον παγκόσμιο πόλεμο»)
γ) (χρόνο κατά προσέγγιση) σχεδόν, περίπου («θα έρθω κατά τις πέντε»)
δ) κοντά σε κάτι, κάπου εκεί κοντά (α. «τον συνάντησα κατά το Θησείο» β. «κατά το προάστειον της πόλιος», Ηρόδ.)
ε) συγχρονισμό χρονικής περιόδου ή χρονικού σημείου προς κάποιο γεγονός («έζησε κατά την επανάσταση»)
στ) επανάληψη σε ορισμένο τμήμα χρόνου («αυτό γίνεται καθ' εκάστην»)
ζ) επιμερισμό («κατά ζεύγη»)
η) (σύγκριση ή αναφορά) ως προς, σε σχέση με (α. «κατά μέγεθος» β. «κατά την ευφυΐα»)
θ) (συμφωνία ή ακολουθία) σύμφωνα με («κατά τον Θουκυδίδη»)
ι) (ομοιότητα ή αναλογία) όμοια με, ανάλογα με, όπως, καθώς (α. «κατά το μάστρο-Γιάννη και τα κοπέλια του» και «κατά μάνα, κατά κύρη, κατά γιο και θυγατέρα» και «κατά τον κυνηγό και τ' άρματα» — ως έκφραση ψόγου
β. «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ' εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ' ὁμοίωσιν», ΠΔ)
ια) απέναντι, αντίκρυ (α. «μού το είπε κατά πρόσωπο» — μού το είπε απευθείας
β. «ἀνήρ κατ' ἄνδρα» — ο ένας απέναντι στον άλλο, Αισχύλ.)
ιβ) τρόπο (α. «κατ' ιδίαν» — ιδιαιτέρως
β. «κατ' ανάγκην» — αναγκαστικά
γ. «κατά κράτος» — με βίαιο τρόπο)
3. (με επίρρ.) (τρόπο ή αναλογία) όπως, ανάλογα με κάτι («κατά που έσπειρες θα θερίσεις»)
4. φρ. «κατά το ειωθός» — όπως συνήθως
νεοελλ.
1. (με γεν.) εναντίωση, εχθρική διάθεση («είναι κατά του πολέμου»)
2. (με αιτ.) διεύθυνση, κατεύθυνση («κατά την ανατολή»)
3. (με επίρρ.) κατεύθυνση, διεύθυνση («κατά κει», «κατά πού θα πάμε;»)
4. απόλ. εναντίον («όλοι ψήφισαν κατά»)
5. φρ. α) «κατά λέξιν» αυτολεξεί
β) «κατά κράτος»
(για νίκη ή ήττα) ολοσχερώς
γ) «κατά γης» — στη γη, στο έδαφος, χάμω
δ) «τα κατά» — αυτά που στρέφονται εναντίον κάποιου
ε) «τα υπέρ και τα κατά» — τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα
στ) «κατά την περίσταση» και «κατά την περίπτωση» και «κατά την ώρα» — ανάλογα με... ζ) «αφήνω κατά μέρος» — βάζω, αφήνω κάτι στην άκρη
η) «κατά κόρον» — υπερβολικά
θ) «κατά γράμμα» — λεπτομερώς, επακριβώς
6. παροιμ. «κατά φωνή κι ο γάιδαρος» — ευτράπελη έκφραση για κάποιον που εμφανίζεται τη στιγμή που γίνεται λόγος γι' αυτόν
νεοελλ.-μσν.
φρ. α) «κατά νου(ν)» — στο μυαλό
β) «κατ' όνομα(ν)» — ονομαστικά
μσν.
1. (με γεν.) διά μέσου
2. φρ. α) «κατὰ ἀκρίβειαν» — ακριβώς
β) «κατ' ἀλήθειαν» — αληθινά, πραγματικά, όντως
γ) «κατὰ πᾶσαν ἀνάγκην» — αναγκαστικά, υποχρεωτικά
δ) «κατὰ βίας» — βίαια
ε) «καθ' ἑαυτόν» — μέσα μου
στ) «κατ' ἔπος» — με λόγια
ζ) «κατὰ λόγον» — λέξη προς λέξη
η) «κατὰ μέρη» — ένα κομμάτι κάθε φορά
θ) «κατά μέρος» — ένα προς ένα, λεπρομερειακά
ι) «κατὰ τέχνη»
πιθ. με μαγικό τρόπο
ια) «ὁρκῶ σε κατὰ τοῦ Χριστοῦ» — για όρκο
ιβ) «κατὰ τῆς ὥρας» και «κατὰ τὴν ὥραν»
i) αμέσως, εκείνη τη στιγμή
ii) στην ώρα, ακριβώς
iii) κάθε στιγμή
αρχ.
1. (με γεν.) α) κίνηση από πάνω προς τα κάτω («βαλέειν μεγάλης κατὰ πέτρης», Ομ. Οδ.)
β) κίνηση προς τα κάτω και εξάπλωση σε επιφάνεια («τὸν δὲ κατ' ὀφθαλμῶν ἐρεβεννὴ νὺξ ἐκάλυψεν», Ομ. Ιλ.)
γ) (γεωμ.) μήκος
δ) μέσα σε κάτι
ε) ευχή ή όρκο με γεν. του προσ. ή του ιερού πράγματος στο οποίο ορκίζεται κάποιος («οὐκ ἐθέλουσαν ὀμόσαι καθ' ἱερῶν», Αριστοφ.)
στ) σχετικά με, ως προς
2. (με αιτ.) α) κίνηση, διεύθυνση προς τα κάτω
β) μτφ. μέσα («ἐγὼ τόδε οἶδα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν», Ομ. Ιλ.)
γ) τον σκοπό, το τελικό αίτιο («καθ' ἁρπαγὴν ἐσκεδασμένοι» Ξεν.)
δ) (αιτία, αναγκαστικό αίτιο) ένεκα, για («κατὰ τὸ ξυγγενὲς», Θουκ.)
ε) (με παραθ.) σύγκριση («μείζων ἤ κατ' ἀνθρώπου φύσιν», Ηρόδ.)
3. φρ. α) «ὁ κατὰ γῆς» — ο πεθαμένος
β) «οἱ κατὰ χθονὸς θεοί» — οι θεοί του Αδη
γ) «κατὰ παντὸς τοῦ αἰῶνος» και «κατὰ παντὸς τοῦ χρόνου» — όλο τον χρόνο, πάντοτε, αιωνίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κατά ανάγεται σε ΙΕ knta ή kmta «κοντά, κατά μήκος, προς τα κάτω, με» και αντιστοιχεί ακριβώς με γαλατικό cant, αρχ. ιρλ. cēt- «με», χεττιτικό kata, kattan «με», «κάτω από», katti «με». Οι σημ. τόσο της πρόθεσης κατά όσο και ορισμένων ΙΕ τύπων ανάγονται πιθ. σε μια αρχική σημ. «με» — η υπόθεση αυτή βασίζεται στο ότι ο ΙΕ τ. knta (kmta) προήλθε από IE kom «με, κοντά» (πρβλ. λατ. cum «με», αλλά και ρίζα κομ- απ' όπου η λ. κοινός). Το αρκαδ. κατύ σχηματίστηκε αναλογικά προς το ἀπύ, διαλεκτ. τ. της πρόθεσης ἀπό
απαντά επίσης ποιητ. τ. καταί μόνο εν συνθέσει (πρβλ. καταιβάτης) και αποτελεί αναλογικό σχηματισμό κατά τους παραί, ὑπαί. Η λ. κατά χρησιμοποιείται ως πρόθεση, ως επίρρ. (στην Αρχαία Ελληνική) και, ευρύτατα, εν συνθέσει (βλ. κατα-). Ως πρόθεση η κατά απαντά με τις μορφές κατ’ πριν από ψιλούμενη (κατ’ ἔτος) και καθ’ πριν από δασυνόμενη λ. (καθ’ ἑκάστην)
στους επ. ποιητές εμφανίζεται και με τις μορφές καγ, καδ, κακ, καμ κ.λπ., που σχηματίστηκαν από τον τ. κατά με αποκοπή του -τα και αφομοίωση προς το αρκτικό σύμφωνο της επόμενης λ., π.χ. καγ γόνυ = κατά γόνυ. Ως επίρρ., τέλος, ο τ. κατά απαντά συν. στον Όμηρο και με τη μορφή κάτα με συχνότερη σημ. «κάτω»].
(II)
κατά (Α)
επιγρ. αντί κατὰ τά·
Greek Monotonic
κατά: [κᾰτᾰ], πρόθ. με γεν. ή αιτ., κύρια σημασία· κάτω, προς τα κάτω.
Α. ΜΕ ΓΕΝ.:
I. δηλώνει κίνηση από πάνω προς τα κάτω, βῆ δὲ κατ' Οὐλύμποιο καρήνων, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
II. δηλώνει καθοδική κίνηση·
1. καταπάνω ή επάνω σε, κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τους ετοιμοθάνατους, κατ'ὀφθαλμῶν κέχυτ' ἀχλύς, χύθηκε ένα σύννεφο πάνω στα μάτια, στο ίδ.· ομοίως και, ὕδωρ κατὰ χειρός, βλ. χείρ II. 6.
2. μέσα σε, νέκταρ στάξε κατὰ ῥινῶν, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και, κατὰ χθονὸς (ή γῆς) δῦναι, σε Τραγ.· κατὰ χθονὸς κρύπτειν, θάβω, σε Σοφ. κ.λπ.
3. εὔχεσθαι ή ὀμόσαι κατά τινος, εύχομαι ή ορκίζομαι σε κάτι (όταν κάποιος επικαλείται την οργή των θεών εναντίον του σε περίπτωση αθέτησης όρκου), σε Θουκ., Δημ.· επίσης, υπόσχομαι, τάζω προς κάτι, δηλ. υπόσχομαι ότι θα το προσφέρω, ότι θα το αφιερώσω, σε Αριστοφ.
4. με εχθρική σημασία, εναντίον κάποιου, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ιδίως, λέγεται για δικαστές που εκδίδουν την ετυμηγορία τους, που αποφαίνονται εναντίον κάποιου, στον ίδ.· λόγος κατά τινος, ο λόγος εναντίον του κατηγορούμενου, Λατ. in aliquem·λόγος πρός τινα, η απάντηση προς τον αντίδικο, Λατ. adversus aliquem.
5. Λατ. de, σχετικά με, ως προς, σε σχέση με, σκοπεῖν κατά τινος, σε Πλάτ.· ἔπαινος κατά τινος, έπαινος που απονέμεται σε κάποιον, σε Αισχίν. κ.λπ. Β. ΜΕ ΑΙΤ.:
I. 1. χρησιμοποιείται για κίνηση προς τα κάτω κατὰ ῥόον, προς τα κάτω του ρεύματος, σε Ηρόδ.· κατ' οὖρον ἰέναι, ῥεῖν, συμπλέω με τον άνεμο προς τα κάτω, σε Αισχύλ.
2. λέγεται για κίνηση, επάνω σε μια έκταση, καθ' όλη την έκταση, σε Όμηρ. κ.λπ.· καθ' Ἑλλάδα, σε Αισχύλ.· κατὰ γῆν καὶ θάλασσαν, σε ξηρά και θάλασσα κ.λπ.· επίσης, βρίσκω στόχο επάνω στην ασπίδα, σε Ομήρ. Ιλ.
3. αντίκρυ, απέναντι, κατὰ Σινώπην πόλιν, σε Ηρόδ.· ἀνὴρ κατ' ἄνδρα, σε Αισχύλ.
4. κατὰ τὸ προάστειον, κάπου κοντά στο προάστιο, σε Ηρόδ.
II. χρησιμοποιείται προς δήλωση επιμερισμού, λέγεται για το όλο που διαιρείται σε μέρη, κατὰ φῦλα, κατὰ φρήτρας, κατά φυλές, γένη, κατά φατρίες, οικογένειες, σε Ομήρ. Ιλ.· κατὰ κώμας κατῳκῆσθαι, ζω χωριστά, σε διαφορετικές πόλεις, σε Ηρόδ.· κατ' ἄνδρα, άνδρας προς άνδρα, στον ίδ.
2. ομοίως λέγεται και για τα μέρη του χρόνου, καθ' ἡμέραν, κατ' ἦμαρ, μέρα με τη μέρα, καθημερινά, βλ. ἡμέρα III, ἦμαρ.
3. λέγεται για αριθμούς, τόσοι κάθε φορά, καθ' ἕνα, ένα κάθε φορά, σε Ηρόδ.· κατὰ τὰς πέντε καὶ εἴκοσι μνᾶς πεντακοσίας δραχμὰς εἰσφέρειν, πληρώνω πεντακόσιες δραχμές για κάθε εικοσιπέντε μνες, σε Δημ. κ.λπ.
III. 1. χρησιμοποιείται για δήλωση κατεύθυνσης προς αντικείμενο ή σκοπό, πλεῖνκατὰ πρῆξιν, για εμπόριο ή λόγω εμπορίου, σε Ομήρ. Οδ.· κατὰληΐην, προς αναζήτηση λείας, λαφύρων, σε Ηρόδ.· κατὰθέαν ἥκειν, έχω έλθει με σκοπό να δω, σε Θουκ.
2. λέγεται για καταδίωξη, κατ' ἴχνος, στα ίχνη, επί τα ίχνη, σε Σοφ.
IV.σύμφωνα με, κατὰ θυμόν, σε Όμηρ.· καθ' ἡμέτερον νόον, κατά την αρεσκεία μας, σε Ομήρ. Ιλ.· κατὰ μοῖραν, όπως είναι σωστό και δίκαιο, σε Όμηρ.· ομοίως και, κατ' αἶσαν, κατὰ κόσμον, στον ίδ.· καθ' ἡδονήν, προς ικανοποίηση, σε Αισχύλ.· κατὰ δύναμιν, κατά τα δυνατά κάποιου κ.λπ.
2. σε σχέση με, ως προς, αναφορικά, τὰ κατ' ανθρώπους = τὰ ἀνθρωπινά, σε Αισχύλ.· ομοίως και, τὸ καθ' ὑμᾶς, σε ό,τι αφορά εσάς, σε Ηρόδ.· κατὰ τοῦτο, κατά αυτό τον τρόπο, μ' αυτήν την οπτική· κατὰ ταὐτά, κατά τον ίδιο τρόπο, καθ' ὅτι, εφόσον κ.λπ.
3. με υπονοούμενη σύγκριση, κατὰ λοιπὸν κρομύοιο, όπως ο μανδύας του κρεμμυδιού, το κρεμμυδόφυλλο, σε Ομήρ. Οδ.· κατὰ Μιθραδάτων, αυτός που ανταποκρίνεται, μοιάζει στην περιγραφή του, σε Ηρόδ.· κατὰ πνιγέα, παρόμοιο με φούρνο, σε Αριστοφ.· κηδεῦσαι καθ' ἑαυτόν, παντρεύομαι, ανάλογα με την κοινωνική μου θέση, σε Αισχύλ.· κατ' ἄνθρωπον, όπως ο άνθρωπος, όπως ταιριάζει, αρμόζει σε άνθρωπο, στον ίδ.· κατ' ἄνδρα, μὴ θεόν, στον ίδ.· μετά από συγκρ., μείζων ἢ κατ' ἀνθρώπου, μεγαλύτερο των ανθρωπίνων δυνάμεων, δυνατοτήτων, ορίων, σε Ηρόδ.· μείζω ἢ κατὰ δάκρυα, πάρα πολύ μεγάλα για να κλάψει κάποιος, σε Θουκ.
V. με την εύνοια ενός θεού, κατὰ δαίμονα, Λατ. mon sine numine, σε Πίνδ.· κατὰ θεόν, σε Ηρόδ.
VI. λέγεται για αριθμούς, κατά προσέγγιση, σχεδόν, κοντά, περίπου, κατὰ ἑξηκόσια ἔτεα, εξακόσια χρόνια πάνω κάτω, περίπου, στον ίδ. VII.1.λέγεται για χρόνο, κατά την διάρκεια, κατά την διάρκεια μιας περιόδου, κατὰ τὸν πόλεμον, κατά την περίοδο του πολέμου, εν καιρώ πολέμου, στον ίδ.· καθ' ἡμέραν, κατά την διάρκεια της μέρας, σε Αισχύλ.
2. περίπου, κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, σε Ηρόδ.· κατὰ Ἄμασιν βασιλεύοντα, στα χρόνια βασιλείας του Άμαση, στον ίδ.
VIII.με περιφρ. χρήση αντί επιρρ., όπως, καθ' ἡσυχίην, κατὰ τάχος κ.λπ., αντί ἡσύχως, ταχέως, στον ίδ.· κατὰ μέρος, εν μέρει· κατὰ φύσιν, φυσικά κ.λπ. Γ. ΘΕΣΗ: όταν η κατά ακολουθεί την πτώση γράφεται με αναστροφή ως κάτα.Δ. Απόλ. ως επίρρ., όπως το κάτω, προς τα κάτω, σε Όμηρ. Ε. ΣΤΑ ΣΥΝΘ.:
I. προς τα κάτω, κάτω, όπως στο καταβαίνω.
II. συμφώνως προς, όπως στα κατᾴδω, καταθύμιος.
III. εναντίον, με εχθρική σημασία, όπως στα καταγιγνώσκω, κατακρίνω.
IV. συχνά μόνο για να επιτείνει τη σημασία μιας απλής λέξης, όπως στα κατακόπτω, καταφαγεῖν. ΣΤ. Η κατά ως πρόθ. μερικές φορές χρησιμ. βραχυλογικά, ιδίως, σε Επικ. στα κάγ, κάκ, κάμ, κάν, κάπ, κάρ, κάτ, πριν από γ, κ, μ, ν, π (ή φ), ῥ, τ (ή θ), αντιστοίχως· βλ. αυτ. Τα Αντίγραφα και οι παλιότεροι Εκδότες συνδέουν την προθ. με την λέξη που την ακολουθεί, όπως καγγόνυ, καδδέ, κακκεφαλῆς, καππεδίον, καπφάλαρα, καρρόον, καττάδε, καττόν κ.λπ. Στα σύνθετα ρήματα, η κατά κάποιες φορές μετατρέπεται σε καβ, καλ, καρ, κατ, πριν από τα β, λ, ρ, θ, αντιστοίχως, όπως στα κάββαλε, κάτθανε, κάλλιπε, καρρέζουσα· και πριν από τα στ, σχ, η δεύτερη συλλαβή ενίοτε παραλείπεται, όπως στα καστορνῦσα, κάσχεθε, κασσύω, όπως επίσης στους Δωρ. τύπους καβαίνων, κάπετον.
• κατά: Ιων. αντί καθ' ἅ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατά, in compos. καται-, vaak met apocope (en assim.) καββ- = καταβ-, καδδ- = καταδ-, κακκ- = κατακ-, καμμ- = καταμ-, κανν- = καταν-, καππ- = καταπ-, καρρ- = καταρρ-, κατθ- = καταθ-; in elis. κατ’ of καθ’; vaak als tegenstelling van ἀνά adv. ep., moeilijk te onderscheiden van gevallen van tmesis, naar beneden; neer:. ἑζόμενος δὲ κατ’ αὖθι hij zat ter plekke neer Il. 13.653. in compos. van richting naar beneden, bijv. καταβαίνω, καταβάλλω; ook terug-, bijv. κάτειμι, καταπλέω. overdr. (ongunstig, vijandig) tegen-, bijv. καταγιγνώσκω, κατακρίνω; ook met idee van kwijtraken, verspillen, weg-, bijv. καταδαπανάω. van bereiken van doel, voltooien van handeling, helemaal, geheel en al, bijv. κατάγνυμι, κατακαίω, καταμανθάνω, κατακτείνω. maakt intrans. ww. geschikt voor object, over, met betrekking tot, bijv. καταθρηνέω. overdr. overeenkomstig, bijv. καταινέω. prep. met gen. van richting, van boven naar beneden neer van(af):; βῆ... κατ’ Οὐλύμποιο καρήνων hij daalde neer van de toppen van de Olympus Il. 22.187; κατὰ τῶν... πετρῶν... ὦσαι van de rotsen af stoten Plat. Phdr. 229c; (neer) op/ over/ in:. ὑπαὶ δὲ ἴδεσκε κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας hij keek steeds naar beneden, met zijn ogen strak op de grond gericht Il. 3.217; μύρον κατὰ τῆς κεφαλῆς καταχέαντες na mirre over zijn hoofd gegoten te hebben Plat. Resp. 398a; νέκταρ... στάξε κατὰ ῥινῶν hij liet nectar neerdruppelen in zijn neusgaten Il. 19.39; κατὰ γαίης ᾤχετο (de pijl) kwam op de grond neer Il. 13.504; κατ’ ἰχνῶν τινος ὁδεύειν in iemands voetsporen treden Luc. 41.9. van plaats waar onder:. οἱ κατὰ χθονὸς θεοί de goden van de onderwereld Aeschl. Pers. 689; κατ’ ὕδατος onder water Hdt. 2.149.2. overdr. tegen, ten nadele van:. λόγους... Ἀτρεϊδῶν κάτα woorden tegen de Atreïden Soph. Ai. 304; κατ’ ἐμαυτοῦ ἐρεῖν αὐτός zelf ten nadele van mijzelf zeggen Plat. Ap. 37b. overdr. in eden op het hoofd van, bij:; κατ’ ἐξωλείας ὀμνύναι zweren op straffe van zijn eigen ondergang Dem. 21.119; anders:. κατὰ χιλίων... εὐχὴν... χιμάρων een gelofte op (d.w.z. van) duizend geitebokjes Aristoph. Eq. 660. overdr. over, met betrekking tot:. μὴ καθ’ ἀνθρώπων σκόπει μόνον τοῦτο je moet dit niet alleen in het kader van mensen bekijken Plat. Phd. 70d. met acc. van richting (neer) naar, langs... naar beneden, mee met:. κατὰ ῥόον stroomafwaarts Od. 14.254; κατ’ οὖρον met de wind mee Aeschl. Sept. 690. van plaats verspreid over:; κατὰ στράτον dwars door het (hele) leger Il. 2.439; κατὰ δῶμα door het (hele) huis Od. 4.715; ook tegenover:. κατὰ Σινώπην πόλιν tegenover de stad Sinope Hdt. 1.76.1. van tijd gedurende (elk(e)):; κατ’ ἦμαρ elke dag Soph. El. 259; κατ’ ἐνίαυτον jaarlijks. overdr. distributief per, (stuk) voor (stuk):. λαὸν... ἀγειρόντων κατὰ νῆας laten zij het volk schip voor schip bij elkaar brengen Il. 2.438; κατὰ στίχας in rijen Il. 3.326; κατὰ... ἕνα één voor één Hdt. 7.104.4. overdr. volgens, in overeenstemming met, overeenkomstig: κατὰ τοὺς νόμους volgens de wetten; μᾶλλον / μείζων ἢ κατὰ... groter dan past bij, te groot voor; in adv. uitdr.:; κατὰ μοῖραν naar behoren Il. 1.286; κατὰ τάχος snel Hdt. 7.178.1; καθά = καθ’ ἅ zoals; in uitdr. van doel, reden vanwege:; κατὰ ληίδα op buit uit Od. 3.106; κατ’ ἔχθος uit vijandschap Hdt. 9.15.2; met betrekking tot.
Russian (Dvoretsky)
κᾰτά:
I (τᾰ) praep. cum gen. или acc. (перед начальной придыхат. гласной - καθ᾽; перед γ, κ, μ, ν, π, φ, ῥ, τ и θ иногда, особ. в древнем эпосе, переходит в κάγ, κάκ, κάμ, κάν, κάπ, κάρ, κάτ; при перестановке - анастрофа: Ἀτρειδῶν κάτα Soph.)
1 cum gen.; 1.1) (сверху) вниз, с (κατ᾽ Ἰδαίων ὀρέων Hom.): καθ᾽ ἵππων ἀΐξαντες Hom. соскочив с колесниц; ἁλλόμενοι κατά τῆς πέτρας Xen. спрыгнув со скалы; 1.2) вниз на, в (αἰχμὴ κατά γαίης ᾤχετο Hom.): κατά χθονὸς ὄμματα πήξας Hom. потупив очи в землю; κατά στόματος χέειν νέκταρ Theocr. лить нектар в рот; μύρον κατά τῆς κεφαλῆς καταχεῖν Plat. лить мирру на голову; κατά τοῦ πυρός σπένδειν Plat. брызгать в огонь; 1.3) на протяжении, по (κατά τῆς χώρας Polyb.): οἱ πολέμιοι ἦκαν ἑαυτοὺς κατά τῆς χιόνος εἰς τὴν νάπην Xen. противники бросились по снегу в долину; 1.4) в, под (καταδεδυκέναι или ἀφανίζεσθαι κατά τῆς θαλάσσης Her.; κατά γῆς γενέσθαι Xen.): οἱ κατά χθονὸς θεοί Aesch. подземные боги; ὁ κατά γῆς Xen. погребенный, т. е. покойный; κατά νώτου τινός Her. за спиной, позади, сзади; κατά προσώπου Thuc. спереди; βαίνειν κατά ἀντιθύρων Soph. выйти в сени; 1.5) против, на: ψεύδεσθαι κατά τινος Lys. клеветать на кого-л.; κατά ἑαυτοῦ ἐρεῖν Plat. говорить против, т. е. обвинять самого себя; ψῆφος κατά τινος Aesch., Eur.; приговор в осуждение кого-л.; καθ᾽ αὑτοῖν λόγχας στήσαντε Soph. направив друг в друга (свои) копья; (λόγος) κατά Ἀλκιβιάδου Lys. (обвинительная) речь против Алкивиада; 1.6) за, в пользу (οἱ κατά τοῦ Δημοσθένους ἔπαινοι Aeschin.): ὃ καὶ μέγιστόν ἐστι καθ᾽ ὑμῶν ἐγκώμιον Dem. это величайшая похвала, какую можно высказать в вашу пользу; 1.7) в отношении, касательно, по поводу, насчет (κατά Περσῶν λέγειν τι Xen.): σκοπεῖν τι κατ᾽ ἀνθρώπων Plat. рассматривать что-л. по отношению к людям; καθ᾽ ἱερῶν ὀμνύναι Arph. клясться священной жертвой; ὀμεῖσθαι κατά τῶν παίδων Dem. поклясться (своими) детьми; εὐχὴν ποιήσασθαι κατά χιλίων χιμάρων Arph. дать обет насчет тысячи коз, т. е. принести в жертву тысячу коз; καθ᾽ ὅλου Arst. в целом; κατά παντός Arst. в общем, вообще; 1.8) в продолжение, в течение (κατά παντὸς τοῦ χρόνου Dem.);
2 cum acc.; 2.1) в, на, по: κατά πτόλιν Hom. в городе; κατά ῥόον Her. вниз по течению; κατά τὸν Ἰλισσόν Plat. вниз по (реке) Илиссу; κατά κρατερὰς ὑσμίνας Hom. в тяжелых битвах; κατά ῥωπήϊα πυκνά Hom. в густом кустарнике; ἡ κατά οἴκους Soph. та, которая (находится) в доме; οἱ κατά τὸν Ἀρκαδικὸν πελτασταί Xen. аркадские пельтасты; οἱ κατ᾽ οἶκον Soph. живущие в доме, домашние, домочадцы; κατά θυμόν или κατά φρένα Hom. в душе, в уме; κατά πᾶσαν τὴν γῆν Her. по всей земле; κατά τὸν οὐρανόν Plat. по небу; κατ᾽ ἀγρίαν ὕλην ἀλωμένη Soph. блуждающая по дикому лесу; κατά στῆθος βάλλειν Hom. поразить в грудь; ὁρμᾶν κατά τινα Xen. устремляться на кого-л.; κατά τοῦτο τὸ χωρίον γίνεσθαι Her. прибыть в это место; ἐπεὰν κατά τοῦτο γένωμαι τοῦ λόγου Her. когда я дойду до этого вопроса; κατά τὠυτὸ γενόμενοι Her. сойдясь в этом вопросе, т. е. единогласно; λέγειν κατά τινα Xen. говорить (обращаясь к) кому-л.; κατά πάντα τὰ μέλη Plat. по всем членам, по всему телу; κατά τὰς πύλας Xen. у ворот; κατά γῆν καὶ κατά θάλατταν Xen. с земли и с моря; κατά βορέαν ἑστηκώς Thuc. находящийся на севере, северный; κατά ταύτην τὴν ὁδόν Soph. по этой дороге; κατά ἴχνος Aesch. по следу, следом; κατά στίβον Her. и κατά πόδας Thuc. по пятам, неотступно; κατά οὖρον Soph. с попутным ветром; παρελθεῖν κατά τινα Her. пройти мимо кого-л.; 2.2) (на)против, у: κατ᾽ ὄμματά τινι Soph. на глазах у кого-л.; κατά Ἀκαρνανίαν Thuc. против или у берегов Акарнании; κατά Σινώπην πόλιν Her. у или близ города Синопа; ἡ καθ᾽ ἡμᾶς θάλαττα Polyb. наше (т. е. Средиземное) море; κατά Λακεδαιμονίους Her. лицом к лицу с лакедемонянами; 2.3) около, приблизительно (κατά πεντήκοντα Her.); κατ᾽ οὐδέν Her. почти ничего; 2.4) во время, в течение, в продолжение: κατά Ἄμασιν βασιλεύοντα Her. в царствование Амасиса; κατά τὸν πόλεμον Her. во время войны; κατ᾽ ἦμαρ καὶ κατ᾽ εὐφρόνην ἀεί Soph. ежедневно и еженощно; καθ᾽ ἡμέραν Aesch. ежедневно; ὁ καθ᾽ ἡμέραν Soph., Dem.; ежедневный, повседневный; μίαν καθ᾽ ἡμέραν Soph. в один день; κατά φῶς Xen. при (дневном) свете, засветло; οἱ καθ᾽ ἑαυτούς Xen. и οἱ κατ᾽ ἐκείνους Dem. их современники; οἱ καθ᾽ αὑτοὺς Ἓλληνες Thuc. (лучшие) греки своей эпохи; 2.5) (разделительно) по (κρίνειν ἄνδρας κατά φῦλα, κατά φρήτρας Hom.; κατά κώμας κατῳκῆσθαι Her.): καθ᾽ ἑπτά Arph. по семи; κατ᾽ ὀλίγας (sc. ναῦς) Thuc. по небольшому количеству кораблей; κατ᾽ ἄνδρα αἰχμάλωτον Her. за каждого пленника; καθ᾽ ἑαυτόν Xen. (каждый) сам по себе, поодиночке; (στρατιὰ) κατά ἕνδεκα μέρη κεκοσμημένη Plat. войско, разделенное на одиннадцать частей; κατά μέρος μερισθέντες Xen. разделившись на части; κατά σμικρὸν ἀποκρίνεσθαι Plat. отвечать на отдельные мелкие вопросы; κατά εἴδη διαιρεῖσθαι Plat. различать по видам; κατ᾽ ἕνα μαχεόμενοι Her. сражаясь один на один; κατ᾽ ἔπος βασανίζειν τὰς τραγῳδίας Arph. разбирать трагедии слово за словом; 2.6) (обособительно): κατά σφέας μαχέσονται Hom. каждый (из ахеян) будет сражаться за себя; μόνος καθ᾽ αὑτόν Soph. только о себе; λέγων κατά σαυτόν Plat. говоря сам, т. е. вместо собеседника; αὐτὸ καθ᾽ αὑτὸ ἕκαστον Plat. каждый элемент в отдельности; αὐτοὶ καθ᾽ ἑαυτούς Xen. каждый сам по себе или по собственному желанию, добровольно; 2.7) (цель) для, ради, из-за: κατά πρῆξιν Hom. ради дела, по делам; κατά ληΐην Her. ради добычи, т. е. для набегов; κατά χρέος ἐλθεῖν Hom. прийти за прорицанием (т. е. за советом, указанием); βήμεναι κατά δαῖτα Hom. идти на пир; κατά βίου καὶ γῆς ζήτησιν Her. в поисках пропитания и местожительства; κατά ζήτησίν τινα πέμπειν Soph. послать кого-л. на поиски; ἦλθες κατά τί; Arph. зачем ты пришел?; 2.8) (причинность) из-за, вследствие: κατά φθόνον τινός Aesch. из зависти к кому-л.; κατά τήν τούτου προθυμίην Her. по его воле; κατ᾽ αὐτὸ τοῦτο Plat. по этой самой причине; ἡ καθ᾽ Ἡρόδοτον ἱστορία Diod. история Геродота; τὸ κατά Ματθαῖον εὐαγγέλιον NT евангелие от Матфея; 2.9) (образ, способ) по, согласно: οὔτι καθ᾽ ἡμέτερον νόον Hom. не в соответствии с нашим мнением; κατά μοῖραν, κατά κόσμον или κατ᾽ αἶσαν Hom. как следует, как полагается; κατά τὸν θεόν Plat. по указанию (воле) божества; κατά νόμον Xen. согласно обычаю; κατά τοὺς νόμους ζῆν Plat. жить сообразно с законами; κατά τὰ συγκείμενα Xen. согласно уговору; κατά τὰ ἤκουον Her. как я слышал; κατ᾽ ἀγχιστεῖα Soph. по праву (на основании) близкого родства; κατά τὴν μητέρα Thuc. по материнской линии; κατά πάντα τρόπον Xen. всеми способами; τὸ καθ᾽ ἡλικίαν Arst. соответствующее возрасту; μείζω ἢ κατά δάκρυα πεπονθότες ἤδη Thuc. больше, чем можно было (бы) оплакать слезами; κατ᾽ ἰσχύν Aesch. сильно; κατά σκότον Soph. впотьмах или тайком; κατ᾽ ὀρθόν Soph. прямо, правильно; κατ᾽ ὀργήν Soph. гневно; καθ᾽ ὁρμήν Soph. ревностно, усердно; καθ᾽ ἡσυχίην Her. спокойно; 2.10) по словам, по мнению: καθ᾽ Ὃμηρον по Гомеру, как говорит Гомер; κατά τὸν Θουκυδίδην Plut. по словам Фукидида; 2.11) как, словно: κατά λοπὸν κρομύοιο Hom. словно луковичная кожура; μέγεθος κατά συκέην Her. величиною со смокву; ὁμολογῶ οὐ κατά τούτους εἶναι ῥήτωρ Plat. соглашаюсь, что оратор я не такой, как они; 2.12) по отношению к, касательно: κατά τὴν Ἀμφιάρεω ἀπόκρισιν Her. что касается ответа Амфиарая; καθ᾽ ὅσον Plat. поскольку; καθ᾽ ὁ ἡδέα ἐστίν, ἆρα κατά τοῦτο οὐκ ἀγαθά Plat. (существуют вещи, которые), поскольку они приятны, постольку именно и нехороши; τὸ κατά τοῦτον εἶναι Xen. что касается его; τὸ κατ᾽ ἄνθρωπον Plat. и τὰ κατ᾽ ἀνθρώπους Aesch. дела человеческие, человеческое; τὰ κατά τὴν πόλιν Arst. государственные вопросы, государственные дела; τὰ καθ᾽ ἡμᾶς Xen. наши дела.
II adv.
1 вниз: κατά δάκρυ χέουσα Hom. роняющая слезы;
2 полностью, целиком: κατά ἔφαγε Hom. (целиком) съел (обычно, однако, adv. κατά толкуется как приставка in tmesi).
III ион. = καθά, т. е. καθ᾽ ἅ.
Middle Liddell
Perseus. down, downwards, with genitive or acc.
prep. with genitive or acc. Radical sense down, downwards.
A. WITH GENIT.,
I. denoting motion from above, down from, βῆ δὲ κατ' Οὐλύμποιο καρήνων Il., etc.
II. denoting downward motion,
1. down upon or over, κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας Il.; of the dying, κατ' ὀφθαλμῶν κέχυτ' ἀχλύς a cloud settled upon the eyes, Il.; so, ὕδωρ κατὰ χειρός, v. χείρ II. 6.
2. down into, νέκταρ στάξε κατὰ ῥινῶν Od.; so, κατὰ χθονὸς (or γῆσ) δῦναι Trag.; κατὰ χθονὸς κρύπτειν to bury, Soph., etc.
3. εὔχεσθαι or ὀμόσαι κατά τινος to vow or swear by a thing (because one calls down the vengeance of the gods upon it), Thuc., Dem.:—also to make a vow towards something, i. e. make a vow of offering it, Ar.
4. in hostile sense, against, Aesch., etc.; especially of judges giving sentence against a person, Aesch.; λόγος κατά τινος a speech against one accused, Lat. in aliquem; λόγος πρός τινα an answer to an opponent, Lat. adversus aliquem.
5. Lat. de, upon, in respect of, concerning, σκοπεῖν κατά τινος Plat.; ἔπαινος κατά τινος praise bestowed upon one, Aeschin., etc.
B. WITH ACCUS.,
I. of motion downwards, κατὰ ῥόον down stream, Hdt.; κατ' οὖρον ἰέναι, ῥεῖν to sail down (i. e. with) the wind, Aesch.
2. of motion, on, over, throughout a space, Hom., etc.; καθ' Ἑλλάδα Aesch.; κατὰ γῆν καὶ θάλασσαν by land and sea, etc.: —also to hit upon the shield, Il.
3. opposite, over against, κατὰ Σινώπην πόλιν Hdt.; ἀνὴρ κατ' ἄνδρα Aesch.
4. κατὰ τὸ προάστειον somewhere in the suburb, Hdt.
II. distributively, of a whole divided into parts, κατὰ φῦλα, κατὰ φρήτρας by tribes, by clans, Il.; κατὰ κώμας κατῳκῆσθαι to live in separate villages, Hdt.; κατ' ἄνδρα man by man, Hdt.
2. so of parts of time, καθ' ἡμέραν, κατ' ἦμαρ day by day, daily, v. ἡμέρα III, ἦμαρ.
3. of numbers, by so many at a time, καθ' ἕνα one at a time, Hdt.; κατὰ τὰς πέντε καὶ εἴκοσι μνᾶς πεντακοσίας δραχμὰς εἰσφέρειν to pay 500 drachmae on every 25 minae, Dem., etc.
III. of direction towards an object, πλεῖν κατὰ πρῆξιν on a business, for or after, Od.; κατὰ ληΐην in quest of booty, Hdt.; κατὰ θέαν ἥκειν to have come for the purpose of seeing, Thuc.
2. of pursuit, κατ' ἴχνος on the track, Soph.
IV. according to, κατὰ θυμόν Hom.; καθ' ἡμέτερον νόον after our liking, Il.; κατὰ μοῖραν as is meet and right, Hom.; so, κατ' αἶσαν, κατὰ κόσμον Hom.; καθ' ἡδονήν so as to please, Aesch.; κατὰ δύναμιν to the best of one's power, et.
2. in relation to, concerning, τὰ κατ' ἀνθρώπους = τὰ ἀνθρώπινα, Aesch.; so, τὸ καθ' ὑμᾶς as far as concerns you, Hdt.; κατὰ τοῦτο according to this way, in this view; κατὰ ταὐτά in the same way, καθ' ὅτι so far as, etc.
3. implying comparison, κατὰ λοπὸν κρομύοιο like the coat of a leek, Od.; κατὰ Μιθραδάτην answering to the description of him, Hdt.; κατὰ πνιγέα very like an oven, Ar.; κηδεῦσαι καθ' ἑαυτόν to marry in one's own rank of life, Aesch.; κατ' ἄνθρωπον like a man, as befits a man, Aesch.; κατ' ἄνδρα, μὴ θεόν Aesch.:—after a comp., μείζων ἢ κατ' ἀνθρώπου greater than befits a man, Hdt.; μείζω ἢ κατὰ δάκρυα too great to weep for, Thuc.
V. by the favour of a god, κατὰ δαίμονα, Lat. non sine numine, Pind.; κατὰ θεόν Hdt.
VI. of loosely stated numbers, nearly, about, κατὰ ἑξηκόσια ἔτεα 600 years more or less, Hdt.
VII. of time, during, sometime in a period, κατὰ τὸν πόλεμον in the course of the war, Hdt.; καθ' ἡμέραν by day, Aesch.
2. about, κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον Hdt.; κατὰ Ἄμασιν βασιλεύοντα about the time of Amasis, Hdt.
VIII. used periphrasis for Adverbs, as, καθ' ἡσυχίην, κατὰ τάχος, etc., for ἡσύχως, ταχέως, Hdt.; κατὰ μέρος partially; κατὰ φύσιν naturally; etc.
C. Position: when κατά follows its case it is written with anastr. κάτα.
D. absol. as adv. like κάτω, downwards, Hom.
E. κατά in Compos.,
I. downwards, down, as in καταβαίνω.
II. in answer to, in accordance with, as in κατᾴδω, καταθύμιος.
III. against, in hostile sense, as καταγιγνώσκω, κατακρίνω.
IV. often only to strengthen the notion of the simple word, as κατακόπτω, καταφαγεῖν.
F. κατά as a prep. was sometimes shortened, especially in epic into κάγ, κάκ, κάμ, κάν, κάπ, κάρ, κάτ, before γ, κ, μ, ν, π (or φ), ῥ, τ (or θ), respectively; see these forms in their own places. Mss. and the older Edd. join the prep. with the following word, as καγγόνυ, καδδ
Chinese
原文音譯:eŒj kaq' eŒj 赫士 卡特 赫士
詞類次數:形,介(2)
原文字根:一 向下 一
字義溯源:個別地,一個一個的;由(εἷς)*=一個)與(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)及(εἷς)*=一個)組成。註: (εἷς / κατά)=一個又一個,在原文乃是(εἷς)=一個),(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)=又),(εἷς)=一個),三個字;和合本將其合併為一個編號
出現次數:總共(2);可(1);約(1)
譯字彙編:
1) 一個一個的(2) 可14:19; 約8:9
原文音譯:kat£ 卡他
詞類次數:介詞(482)
原文字根:向下
字義溯源:(所有格:)下,下到,抵擋,指著,遍及,(直接受格:)照,根據,按著,按時,按照,依次,(此外也常用作:)每,在,憑,從,要,對,有,用,過,合乎,指著,出於,沿著,干犯,反對,關於,為著,各,向,當,相,到,告。這介詞本意是:下,下到;但應用極廣,在四百餘次使用中,和合本就有125種不同的譯字,另有三十餘次未譯出
出現次數:總共(477);太(38);可(22);路(44);約(10);徒(90);羅(50);林前(24);林後(27);加(17);弗(24);腓(11);西(14);帖後(4);提前(6);提後(8);多(8);門(3);來(42);雅(5);彼前(10);彼後(4);約壹(1);約貳(1);約叄(1);猶(4);啓(9)
譯字彙編:
1) 照(65) 太16:27; 可7:5; 路1:9; 路1:38; 路2:29; 路2:39; 路4:16; 路6:23; 路6:26; 路22:39; 徒7:44; 徒14:1; 徒17:2; 徒23:31; 徒24:6; 羅2:2; 羅2:5; 羅2:16; 羅16:25; 羅16:26; 林前3:3; 林前3:10; 林前9:8; 林前15:3; 林前15:4; 林前15:32; 林後10:13; 林後10:15; 弗1:7; 弗1:9; 弗3:7; 弗3:7; 腓1:20; 西1:11; 帖後1:12; 帖後2:9; 提前1:18; 提後1:1; 提後4:14; 多1:4; 多3:5; 來4:15; 來5:6; 來5:10; 來6:20; 來7:5; 來7:11; 來7:11; 來7:15; 來7:16; 來7:16; 來7:17; 來7:21; 來7:22; 來8:4; 來10:8; 來12:10; 雅2:8; 彼前1:2; 彼前1:3; 彼後3:13; 彼後3:15; 約壹5:14; 啓2:23; 啓20:13;
2) 照著(34) 太2:16; 太9:29; 路2:22; 徒3:22; 徒13:23; 羅3:5; 羅11:5; 羅16:25; 林後11:15; 林後13:10; 加1:4; 加3:15; 弗1:11; 弗1:11; 弗1:19; 弗3:11; 弗3:20; 弗4:16; 弗4:22; 西1:25; 西1:29; 西2:8; 西2:8; 西2:8; 西2:22; 西3:10; 提前1:11; 多1:9; 來9:19; 來9:22; 雅3:9; 彼前4:19; 約貳1:6; 啓20:12;
3) 每(26) 可14:49; 可15:6; 路2:41; 路9:23; 路11:3; 路16:19; 路19:47; 路22:53; 徒2:46; 徒2:47; 徒3:2; 徒16:5; 徒17:11; 徒18:4; 徒19:9; 羅12:5; 林前15:31; 林前16:2; 林後11:28; 來7:27; 來9:25; 來10:1; 來10:3; 來10:11; 啓4:8; 啓22:2;
4) 按(23) 太25:15; 約5:4; 約7:24; 約10:3; 約19:7; 徒18:14; 徒22:12; 羅1:3; 羅1:4; 羅1:15; 羅8:28; 羅12:6; 林前7:40; 林前10:18; 林前12:8; 弗1:5; 提後1:8; 提後1:9; 提後1:9; 來2:4; 彼前3:7; 彼前4:6; 啓18:6;
5) 在(22) 太2:12; 太24:7; 路9:10; 路10:23; 路23:5; 徒3:13; 徒15:23; 徒19:23; 徒21:21; 徒22:19; 徒26:11; 羅9:9; 羅16:5; 林前16:19; 加2:2; 西4:15; 門1:2; 來1:10; 來3:8; 來4:15; 來9:9; 來9:9;
6) 按著(17) 路2:42; 約18:31; 徒22:3; 徒24:14; 羅7:22; 羅10:2; 羅14:15; 林前1:26; 林前14:40; 林後8:3; 加4:23; 加4:29; 加4:29; 弗3:16; 來9:27; 彼前1:17; 約叄1:15;
7) 地(8) 太17:1; 太17:19; 太24:3; 可6:31; 可6:32; 可7:33; 可9:28; 可13:3;
8) 從(8) 徒27:14; 羅3:2; 羅8:12; 羅8:13; 羅11:21; 羅11:24; 林後1:17; 弗6:5;
9) 按照(8) 羅4:4; 羅4:4; 羅9:11; 林後4:13; 林後11:17; 提前1:1; 彼前1:15; 彼前5:2;
10) 隨從(8) 羅8:4; 羅8:4; 羅8:5; 羅8:5; 弗2:2; 彼後3:3; 猶1:16; 猶1:18;
11) 憑(8) 路1:18; 約8:15; 林後5:16; 林後5:16; 林後10:2; 林後10:3; 多3:7; 彼前4:6;
12) 在⋯中(7) 太1:20; 太2:13; 太2:19; 太2:22; 太27:19; 徒2:46; 徒24:12;
13) 敵擋(6) 可9:40; 路9:50; 徒4:26; 徒4:26; 羅8:31; 林後13:8;
14) 要(6) 林後4:17; 弗5:33; 腓2:3; 西3:20; 西3:22; 來3:13;
15) 抵擋(5) 可11:25; 羅8:33; 加5:17; 加5:17; 雅3:14;
16) 有(5) 可6:40; 可6:40; 徒25:23; 提前5:21; 來7:20;
17) 遍(5) 路4:14; 路8:39; 路9:6; 徒9:42; 徒10:37;
18) 對(5) 太10:35; 太10:35; 太10:35; 徒26:3; 提前5:19;
19) 用(4) 羅2:7; 林前2:1; 弗3:3; 帖後2:3;
20) 憑著(4) 羅4:1; 林後11:18; 提後4:1; 多1:1;
21) 告(4) 可14:56; 可14:57; 路23:14; 徒25:27;
22) 相(4) 太12:25; 太12:25; 太12:26; 雅5:9;
23) 要照(4) 路2:24; 路22:22; 羅2:6; 林前3:8;
24) 合乎(4) 徒24:14; 提前6:3; 提後2:8; 多1:1;
25) 控告(4) 太26:59; 可14:55; 徒24:1; 羅11:2;
26) 到(4) 太20:17; 路10:32; 徒8:1; 徒27:29;
27) 在各(4) 徒14:23; 徒15:21; 徒20:23; 多1:5;
28) 是(3) 徒15:11; 羅7:13; 林前7:6;
29) 就⋯說(3) 腓3:5; 腓3:6; 腓3:6;
30) 下(3) 太8:32; 可5:13; 路8:33;
31) 出於(3) 徒3:17; 加1:11; 門1:14;
32) 向(3) 徒8:26; 徒27:12; 徒27:12;
33) 當(3) 徒13:27; 林後10:1; 加2:11;
34) 沿著(3) 徒8:36; 徒27:5; 徒27:7;
35) 依次(3) 約21:25; 徒15:36; 林前14:31;
36) 要責備(3) 啓2:4; 啓2:14; 啓2:20;
37) 依著(3) 林後7:9; 林後7:10; 林後7:11;
38) 指著(3) 太26:63; 來6:13; 來6:16;
39) 獨(3) 太14:13; 太14:23; 可4:34;
40) 各(3) 可13:8; 路8:1; 路13:22;
41) 帶著(2) 徒19:20; 林後11:21;
42) 逢(2) 太27:15; 徒15:21;
43) 約(2) 徒12:1; 徒16:25;
44) 在⋯上(2) 路10:4; 徒26:13;
45) 中間(2) 徒24:22; 弗1:15;
46) 關於(2) 弗6:21; 腓1:12;
47) 於(2) 西3:22; 門1:14;
48) 攻擊(2) 徒16:22; 西2:14;
49) 都(2) 太26:55; 徒17:22;
50) 敵(2) 太12:30; 路11:23;
51) 為著(2) 太19:3; 約2:6;
52) 反對(2) 徒21:28; 林前4:6;
53) 依照(2) 林後11:12; 加4:28;
54) 干犯(2) 太12:32; 太12:32;
55) 要按(2) 徒23:3; 腓3:21;
56) 沿(2) 徒25:3; 徒27:2;
57) 按⋯說(2) 羅9:3; 羅9:5;
58) 就著(2) 羅11:28; 羅11:28;
59) 中(2) 路10:31; 徒13:1;
60) 要照著(2) 路2:27; 來8:5;
61) 向著(2) 太5:23; 腓3:14;
62) 為(1) 弗4:22;
63) 乃是照(1) 弗4:7;
64) 是照著(1) 弗4:24;
65) (用)(1) 加1:13;
66) 當作(1) 林後8:8;
67) 只好(1) 林前14:27;
68) 論及(1) 林前15:15;
69) 受(1) 林後1:8;
70) 攔阻(1) 林後10:5;
71) 顯於(1) 林後10:7;
72) 禁止(1) 加5:23;
73) 是反對(1) 加3:21;
74) 前(1) 加3:1;
75) 受了(1) 加2:2;
76) 順從(1) 弗2:2;
77) 像(1) 來8:9;
78) 來控告(1) 彼後2:11;
79) 要對(1) 猶1:15;
80) 是與(1) 彼前2:11;
81) 那(1) 雅2:17;
82) 存著(1) 來11:13;
83) 頂撞(1) 猶1:15;
84) 在⋯前(1) 路2:31;
85) 從⋯間(1) 林後8:2;
86) 照著⋯的(1) 加3:29;
87) 在⋯裏(1) 徒5:42;
88) 到⋯那裏(1) 路10:33;
89) 從各⋯裏(1) 路8:4;
90) 藉著(1) 來11:7;
91) 對其(1) 來9:5;
92) 有關於(1) 西4:7;
93) 遵行(1) 帖後3:6;
94) 必照(1) 腓4:19;
95) 為了(1) 腓4:11;
96) 依從(1) 腓2:3;
97) 就隨從(1) 提後4:3;
98) 是按著(1) 多1:3;
99) 把(1) 林前12:31;
100) 就指著(1) 來6:13;
101) 好像(1) 來3:3;
102) 與(1) 來2:17;
103) 只用(1) 弗6:6;
104) 指控(1) 徒25:3;
105) 辦(1) 約19:11;
106) 靠近(1) 徒2:10;
107) 先後(1) 約8:9;
108) 遵著(1) 路23:56;
109) 每逢(1) 路23:17;
110) 蹧踐(1) 徒6:13;
111) 各人(1) 徒8:3;
112) 附近(1) 徒16:7;
113) 待(1) 徒14:2;
114) 是合(1) 徒13:22;
115) 遍處(1) 徒9:31;
116) 多(1) 路21:11;
117) 也(1) 路17:30;
118) 效法(1) 太23:3;
119) 陷害(1) 太27:1;
120) 就對(1) 太20:11;
121) 對付(1) 太12:14;
122) 毀謗(1) 太5:11;
123) 具有(1) 可1:27;
124) 害(1) 可3:6;
125) 遇著(1) 路15:14;
126) 時(1) 路9:18;
127) 挨次(1) 可14:19;
128) 的(1) 可9:2;
129) 所(1) 徒17:17;
130) 當中(1) 徒17:28;
131) 正如(1) 羅4:18;
132) 就按照(1) 羅5:6;
133) 本乎(1) 羅4:16;
134) 另(1) 徒28:16;
135) 約當(1) 徒27:27;
136) 順著(1) 羅8:27;
137) 是從(1) 羅11:24;
138) 原是(1) 林前7:6;
139) 因著(1) 羅15:5;
140) 應當(1) 羅14:22;
141) 就按(1) 羅12:6;
142) 也要(1) 徒27:25;
143) 旁邊(1) 徒27:7;
144) 就將(1) 徒21:19;
145) 便(1) 徒23:19;
146) 挨(1) 徒20:20;
147) 過(1) 徒19:16;
148) 關乎(1) 徒18:15;
149) 普(1) 徒24:5;
150) 要告(1) 徒25:2;
151) 按照著(1) 徒26:5;
152) 對質(1) 徒25:16;
153) 將(1) 徒25:15;
154) 將有關(1) 徒25:14;
155) 蒙著(1) 林前11:4
English (Woodhouse)
against, down, facing, off, opposite, over, throughout, against the interests of, agreeably to, as for, by way of, in accordance with, in connection with, in reference to, in regard to, in respect to, in search of, in the caise of, on the ground of, over against