ἀλαζών
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
English (LSJ)
[ᾰλ], ᾰ̓λᾱζόνος, ὁ, ἡ, (ἄλη) prop.
A wanderer about country, vagrant, Alc. Com.31.
II charlatan, quack, especially of Sophists, Cratin.380, Ar.Nu.102, Pl.Chrm.173c, al.
2 braggart, boaster, X.Cyr.2.2.12, Arist.EN1127a21; title of play by Men.
3 Adj., boastful, pretentious, Hdt.6.12; ἀ. λόγοι Pl.R. 560c: Comp. ἀλαζονέστερος Suid. s.v. εἴρων: Sup., ἡδονὴ ἀλαζονίστατον = most shameless pleasure, Pl. Phlb.65c. Adv. Sup. ἀλαζονέστατα, δρῶν Ael.NA4.29.
Spanish (DGE)
-όνος
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [sup. neutr. ἀλαζονέστατα Ael.NA 4.29; ἀλαζονίστατον Pl.Phlb.65c; masc. ἀλαζονίστατος D.Chr.55.20]
I 1fanfarrón, jactancioso, vanidoso, charlatán de pers. λόγων ἀλαζόνα Archil.63, cf. Hdt.6.12, Cratin.375, Pl.R.486b, X.Cyr.2.2.12, Mem.1.7.2, Arist.EN 1127a21, EE 1221a24, Men.Pc.268, Thphr.Char.23.1, Plb.38.7.1, Luc.Pisc.21, Herm.12, Plu.Per.12, LXX Ib.28.8, D.C.67.2, Chrys.M.57.227, de Sócrates y los sofistas, Ar.Nu.102, 449, 1492, Pl.Chrm.173c, del falso médico, Hp.Morb.Sacr.1.4, cf. ὁ δ' εἴρων ... ἀλαζόνος εἶδος Phld.Vit.21.38
•de abstr. λόγοι Pl.R.560c, Philostr.VA 7.4, ἡδονή Pl.Phlb.65c, αὐθάδεια 1Ep.Clem.57.2, ἔπαινος Philostr.VS 582, τέχνη φίλαυτος καὶ ἀλαζών Philostr.VS 616, VA 7.16
•Ἀλαζών El (soldado) fanfarrón tít. de una pieza anónima de la comedia nueva que Plauto imitó en el Miles Gloriosus Plaut.Mil.86
•neutr. sup. plu. como adv. ἀλαζονέστατα δρῶν Ael.NA 4.29.
2 jactancioso c. idea de falsedad, Ar.Ach.109, 373, Eq.269, Ra.909
•mentiroso, fingido de Odiseo, Pl.Hp.Mi.369e
•de cosas vano, sin fruto στάχυς Plu.2.81b.
3 grandilocuente ἡ Ῥωμαίων φωνή Gr.Thaum.Pan.Or.1.40.
II vagabundo Alc.Com.37.
• Etimología: Prob. es el n. de un pueblo del S. de Rusia, los Ἀλαζῶνες Hdt.4.17, 52 (var.).
French (Bailly abrégé)
όνος (ὁ, ἡ)
I. propr. vagabond;
II. d'où 1 charlatan, imposteur;
2 glorieux, vantard, fanfaron.
Étymologie: ἀλάομαι.
German (Pape)
όνος, ὁ (ἄλη, aber nicht compos. mit ζάω, eigtl. Herumzieher, Landstreicher); dah. (Eusth. πᾶς ὁ πλάνην ἑαυτοῦ ἀφηγούμενος) Marktschreier, Prahler, der betrügerisch aufschneidet und mehr zu wissen vorgibt, mehr zu tun verspricht, als er wirklich weiß und tut; nach Arist. Eth. Nic. 4.7 προσποιητικὸς τῶν ἐνδόξων καὶ μὴ ὑπαρχόντων καὶ μειζόνων ἢ ὑπάρχει, im Gegensatz von εἴρων, und Vetera Lexica ὑπερήφανος, κομπαστής; neben σοφιστής Plat. Eryx. 399c; neben πονηρός Demod. 385c.; Theophr. Char. 23; Xen. Cyr. 2.2.5 ὁ μὲν γὰρ ἀλαζὼν ἔμοιγε δοκεῖ ὄνομα κεῖσθαι ἐπὶ τοῖς προσποιουμένοις καὶ πλουσιωτέροις εἶναι ἢ εἰσὶ καὶ ποιήσειν ἃ μὴ ἱκανοί εἰσιν ὑπισχνουμένοις. – Auch adj., ἡδονὴ ἁπάντων ἀλαζονέστατον Plat. Phil. 65c (Stallb. ἀλαζονίστατον nach mss. und Eust. p. 1441); ἀλαζόνες λόγοι, Lügenreden, Rep. VIII.560c; Phaed. 92d; ἡ ἀλ. γυνή Plut. Per. 12.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλαζών -όνος, ὁ, ἡ, als adj. superl. ἀλαζονίστατος
1. oplichter, bedrieger, charlatan; als adj. bedriegelijk, leugenachtig.
2. grootspreker, opschepper, pretentieus persoon; als adj. opschepperig, pretentieus, protserig.
Russian (Dvoretsky)
ἀλᾱζών: όνος adj. хвастливый, кичливый, заносчивый (λόγοι Plat.; γυνή, перен. στάχυς κενὸς καὶ ἀ. Plut.).
όνος ὁ хвастун, пустохвал, шарлатан Arph., Xen., Plat., Arst.
English (Strong)
from ale (vagrancy); braggart: boaster.
English (Thayer)
(ονος, ὁ, ἡ (ἄλη, wandering) (from Aristophanes on), an empty pretender, a boaster: Trench, § xxix.; Tittmann i., p. 73 f; Schmidt, chapter 172,2.)
Greek Monolingual
(-όνος), ο, η (Α ἀλαζών)
ως επίθ. αυτός που υπερηφανεύεται υπέρμετρα ή παράλογα, υπερήφανος, υπερόπτης
αρχ.
ως ουσ.
1. ο περιπλανώμενος, περιφερόμενος εδώ κι εκεί
2. αγύρτης, τσαρλατάνος, απατεώνας
3. ως επίθ. αλαζονικός, υπεροπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ἀλαζών-όνος προήλθε από το κύριο όνομα Ἀλαζῶνες, που απαντά στον Ηρόδοτο και δηλώνει αρχαία θρακική φυλή. Επομένως το κύριο όνομα Ἀλαζῶνες με σημασιολογική επέκταση και παράλληλη μορφολογική εξέλιξη χρησιμοποιήθηκε και ως προσηγορικό. Παρόμοια εξέλιξη παρατηρείται και στις γαλλικές le vandale (κυριολ. «Βάνδαλος» και κατ’ επέκταση «κτηνώδης, βίαιος, βάναυσος, αγράμματος») και ostrogoth (κυριολ. «Οστρογότθος» και κατ’ επέκταση «αγροίκος, οργίλος, δύστροπος»)
πρβλ. και νεοελλ. βάνδαλος.
ΠΑΡ. αλαζονεύομαι, αλαζονικός].
Greek Monotonic
ἀλαζών: [ᾰλ], -όνος, ὁ, ἡ (ἄλη), κυρίως,
I. περιπλανώμενος, πλανόδιος· έπειτα, αυτός που ψευδώς κομπάζει, απατεώνας, τσαρλατάνος, για τους Σοφιστές, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
II. ως επίθ., κομπορρήμων, καυχησιάρης, φανφαρόνος, Λατ. gloriosus, σε Ηρόδ., Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλαζὼν: [ᾰ], όνος, ὁ, ἡ (ἄλη)· κυρίως, ὁ ἀνὰ τὴν χώραν πλανώμενος, ἀνέστιος, πλάνης, Ἀλκαῖ. Κωμ. ἐν Ἀδηλ. 5. ΙΙ. ὡς τὸ ἀγύρτης, ψευδῶς κομπάζων, ἀπατεών, ἰδίως ἐπὶ τῶν σοφιστῶν, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 41, Ἀριστοφ. Νεφ. 102, Πλάτ. Φαίδων 92D, καὶ ἀλλ., πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2. 2, 12, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 7, 11, καὶ ἴδε ἀλαζονεία. 2) ὡς ἐπίθ., κομπαστικός, ματαιόφρων, Λατ. gloriosus, Ἡρόδ. 6. 12· ἀλ. λόγοι, Πλάτ. Πολ. 560C: - Ὑπερθ. ἡδονὴ ἀλαζονιστάτη (οὐχὶ -εστάτη, ἴδε Εὐστ. 1441. 27), ἀναιδεστάτη, Πλάτ. Φίλ. 65C.
Frisk Etymological English
-όνος
Grammatical information: m. f.; also adj.
Meaning: charlatan, quack, braggart, boaster (Arist.).
Derivatives: ἀλαζονικός boastful (Hp.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: ἀλαζών is identical with the Thracian people's name Ἀλαζών. Perhaps it simply became an appellative; Bonfante BSL 37, 77ff. Cf., with a different meaning, vandal. S. Burkert RhM 105, 1962, 50f.
Middle Liddell
[ἄλη]
I. properly a vagabond: then, a false pretender, impostor, quack, of Sophists, Ar., Plat., etc.
II. as adj. swaggering, boastful, braggart, Lat. gloriosus, Hdt., Plat.
Frisk Etymology German
ἀλαζών: -όνος
{alazṓn}
Forms: auch adjektivisch gebraucht.
Grammar: m. f.
Meaning: Marktschreier, Prahler (ion. att.),
Derivative: Ableitungen: ἀλαζονικός prahlerisch, stutzerhaft (Hp., X., Arist. usw.), ἀλαζονίας = ἀλαζών (Hdn.), ἀλαζοσύνη Großtuerei (Aq.).
Etymology: Verbum: ἀλαζονεύομαι großtun, prahlen (Kom., Redner usw.). Davon ἀλαζονεία, ἀλαζόνευμα. ἀλαζών ist mit dem thrakischen Volksnamen Ἀλαζών identisch, der zum Appellativ geworden ist. Bonfante BSL 37, 77ff.
Page 1,62
Chinese
原文音譯:¢lazèn 阿拉閂
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:誇傲的 相當於: (יָהִיר) (שַׁחַץ)
字義溯源:自誇的,自誇;源自(ἄλευρον)Y*=流浪)
出現次數:總共(2);羅(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 自誇(1) 提後3:2;
2) 自誇的(1) 羅1:30
English (Woodhouse)
boaster, boastful, cheat, quack, making false claims
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού πλανιέται, ἀπατεώνας). Ἀπό τή λέξη ἄλη (=πλάνη). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀλαζονεύομαι (=κομπάζω), ἀλαζονίας, ἀλαζονικός, ἀλαζονεία, ἀλαζόνευμα. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ἀλῶμαι.
Translations
vagrant
Bulgarian: скитник; Chinese Mandarin: 流浪漢, 流浪汉, 遊民, 游民; Dutch: zwerver, zwerfster; Finnish: kulkuri; French: vagabond, vagabonde; Georgian: მოხეტიალე; German: Landstreicher, Landstreicherin; Greek: αλήτης, αλήτισσα; Ancient Greek: ἀλαζών; Icelandic: flækingur, flakkari; Irish: bóithreoir, fánaí, fuad, fuaidire, gé, geocach, jaingléir, ráigí, rásaí, stróinse, tramp; Italian: girovago, vagabondo, vagabonda, viandante; Japanese: 放浪者; Maori: kaikora, kaipaoe, kaiparo, kaipāwe, kōripi, murare, tangata hākoke, whakatipi; Norwegian Bokmål: reisende; Portuguese: andarilho, andarilha; Romanian: vagabond, hoinar; Russian: скиталец, скиталица, странник, странница; Sorbian Lower Sorbian: dundak; Spanish: vagabundo, vagabunda; Thai: คนจรจัด, กุ๊ย; Turkish: serseri
charlatan
Armenian: ընդվայրաբան, շառլատան; Bulgarian: шарлатанин; Catalan: xarlatà; Chinese Mandarin: 騙子, 骗子, 庸醫, 庸医; Czech: šarlatán; Danish: charlatan, fupmager, snydepels, fidusmager, svindler, platugle; Dutch: charlatan; Finnish: huijari, puoskari; French: charlatan; Galician: charlatán; German: Scharlatan; Greek: αγύρτης; Ancient Greek: ὀχλαγωγός; Hebrew: שרלטן; Hungarian: sarlatán; Indonesian: penipu, dukun; Italian: ciarlatano; Japanese: 薮医者; Korean: 사기꾼, 허풍선이, 돌팔이; Latin: magus; Maori: tohunga kēhua; Norwegian Bokmål: sjarlatan; Nynorsk: sjarlatan; Occitan: charlatan; Persian: شارلاتان; Polish: szarlatan; Portuguese: charlatão; Russian: шарлатан, шарлатанка; Spanish: charlatán, vendehúmos, vendedor de crecepelo; Turkish: şarlatan; Ukrainian: дурисвіт, пройдисвіт
boaster
Finnish: kerskuja, kerskailija, rehentelijä, rehvastelija; Ancient Greek: ἀλαζών; Gothic: 𐌱𐌹𐌷𐌰𐌹𐍄𐌾𐌰; Kazakh: лапқой; Russian: хвастун, хвастунья
braggart
Bashkir: маҡтансыҡ; Catalan: fanfarró; Chinese Mandarin: 吹牛的, 牛皮大王; Chuvash: мухтанчӑк, вӗҫкӗн; Czech: chvastoun; Dutch: pocher, aansteller, snoever; Esperanto: fanfaronulo; Finnish: rehentelijä, leuhkija; French: bravache, fanfaron, fier-à-bras, hâbleur, matamore, rodomont, vantard; Galician: galloufeiro, chaíñas, milhomes, badúa, farfalleiro, fazañeiro, fafón, fallocas, baladrón, bravateiro, alarbio, folón, morgado; German: Angeber, Angeberin; Gothic: 𐌱𐌹𐌷𐌰𐌹𐍄𐌾𐌰; Greek: καυχηματίας, κομπαστής; Ancient Greek: ἀλαζών, κομπαστής; Irish: bladhmaire, bollaire, bragaire, bumaire, floscaí, gaiscíoch; Italian: fanfarone, ballista; Japanese: 内弁慶; Latin: salaco, iactator; Macedonian: фалбаџија; Maori: pīho, rangiwhata, waha rera, pākiwaha; Norman: braidgeux, cratcheux, vantard; Portuguese: fanfarrão, gabarola; Romanian: lăudăros, fanfaron; Russian: хвастун, хвастунья, фанфарон, самохвал; Sicilian: minchiataru; Spanish: fanfarria, fanfarrón, fantasma, baladrón, bravucón, matasiete; Swedish: skrytmåns
boastful
Azerbaijani: lovğa; Bulgarian: самохвален; Catalan: vanagloriós; Chinese Mandarin: 自誇的, 自夸的; Finnish: leuhka, öykkärimäinen; French: vantard, fanfaron; Galician: fantoche, vaidoso; German: prahlerisch, stolz; Ancient Greek: ἀλαζονίας, ἀλαζονικός, ἀλαζών, αὐχαλέος, αὐχήεις, αὐχηματίας, αὐχητής, γαύρηξ, γλωσσοκηλόκομπος, Θράσων, καυχηματίας, καυχηματικός, καυχήμων, καυχητής, κομπαστής, κομπαστικός, κομπολακύθης, κομπός, κομπῶδες, κομπώδης, μεγάλαυχος, μεγαλήγορος, μεγαλόφρων, μεγαυχής, περιαυτολογικός, στόμαργος, ὑπέραυχος, ὑπερήφανος, ὑπέρφρων, ὑψαγόρας, ὑψήγορος, ὑψηλόφρων, ὑψίκομπος, φίλαυχος; Hungarian: dicsekvő, hencegő, kérkedő; Irish: mórfhoclach; Japanese: 自慢する, 自慢に満ちた; Latin: iactans; Latvian: lielīgs; Macedonian: фалбаџиски; Maori: pākiwaha; Mongolian: бардам; Plautdietsch: grootfrätich, puchsch; Portuguese: orgulhoso; Russian: хвастливый, гордый; Scottish Gaelic: bragail; Serbo-Croatian Cyrillic: хвалисав, самохвалисав; Roman: hvalisav, samohvalisav; Spanish: jactancioso, fachendoso; Swedish: skrytsam; Tagalog: hambog, mahangin, pasikat; Yakut: бардам
vainglorious
Armenian: փառամոլ; Bulgarian: суетен, тщеславен; Chinese Mandarin: 非常自負/非常自负; Czech: zpupný, chvástavý; Dutch: verwaand; Finnish: turhamainen, turhantärkeä, tyhmänylpeä; French: orgueilleux, vaniteux, fanfaron; Middle French: vainglorieux; Georgian: პატივმოყვარე, დიდების მოყვარე; German: hochmütig, dünkelhaft, aufgeblasen, prahlerisch; Gothic: 𐍆𐌻𐌰𐌿𐍄𐍃; Greek: ματαιόδοξος; Ancient Greek: ἀλαζών, αὐτεπαίνετος, αὐχαλέος, αὐχήεις, αὐχηματικός, δυσαυχής, καυχηματικός, κεναυχής, κενεαυχής, κενόδοξος, κομπῶδες, κομπώδης, ματαιόκομπος, μεγάλαυχος, πέρπερος, τυφομανής, φιλοκομπαστής, φιλόκομπος; Italian: vanaglorioso; Portuguese: vanglorioso; Russian: тщеславный; Spanish: vanidoso, soberbio, fachendoso, perdonavidas, fanfarrón