ἀποχράω

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποχράω Medium diacritics: ἀποχράω Low diacritics: αποχράω Capitals: ΑΠΟΧΡΑΩ
Transliteration A: apochráō Transliteration B: apochraō Transliteration C: apochrao Beta Code: a)poxra/w

English (LSJ)

Dor. ἀποχρέω Archim.Aren.3.3, [Epich.]253: inf.
A ἀποχρῆν D.4.22, Antiph.161, Luc.Herm.24 (ἀποχρῆναι v.l. in D.H.3.22, condemned by AB81), Ion. ἀποχρᾶν Hdt.3.138, but ἀποχρῆναι Hp.VC14; part. ἀποχρῶν, ἀποχρῶσα, v. infr.: impf. ἀπέχρη, Ion. ἀπέχρα Hdt.1.66: fut. ἀποχρήσω: aor. ἀπέχρησα:—suffice, be sufficient, be enough:
1 abs., in persons other than 3sg., 1sg. only in εἷς ἐγὼν ἀποχρέω [Epich.] l.c.; [θανάτω] δύ' ἀποχρήσουσιν μόνω Ar.Pl.484; ἀποχρήσει (sc. ἡ ὑφαντική) Pl.Plt. 279b; τηλικαύτην ἀποχρῆν οἶμαι τὴν δύναμιν D.4.22; ἀποχρῶν ἀνὴρ ἔμοιγε πρὸς τὰ νῦν κακά Pherecr.145.6; ἡλικία ἀποχρῶσα Ar.Fr.489; σύμβουλος ἀποχρῶν τῇ πόλει Pl.Alc.2.145c; of ἀρετή, Stoic.3.50: c. inf., ἀποχρῶσι.. ἑκατὸν νέες χειρώσασθαι Hdt.5.31; Κνιδίους μούνους ἀποχρᾶν οἱ τοὺς κατάγοντας γίνεσθαι Id.3.138, cf. 9.48; πεδίον ἀποχρῶν τὴν Ἀσίαν πρὸς τὴν Εὐρώπην ἀντιτάξαι Philostr. Im.1.1.
2 mostly in 3sg., c. dat.,
a with a nom., [ποταμὸς] οὐκ ἀπέχρησε τῆ στρατιῇ πινόμενος was not enough to supply the army with drink, Hdt.7.43, 196; often in the phrase ταῦτ' ἀπόχρη μοι Ar. Av. 1603, cf. Pl.Phdr.279a; ἀπόχρη μοι τοσοῦτον ἐὰν.. Isoc.5.28; οὐκ ἀπέχρησε δὲ αὐτῷ τοῦτο D.21.17; οὐδὲ ταῦτ' ἀπέχρησεν αὐτοῖς Isoc. 4.97. b. impers., c. inf., ἀποχρᾷ (-χρη) μοι ἡσυχίην ἄγειν, ποιέειν τι, etc., it is sufficient for me to... Hdt.1.66, 6.137, 9.79, Hp.Mochl.38; [ἔφασαν] ἀποχρήσειν σφι τὴν ἑωυτῶν φυγάσσειν Hdt.8.130: c. dat. part., ἀποχρᾶν σφι κατὰ τὸ ἥμισυ ἡγεομένοισι it was enough for them if they shared the command, Id.7.148; μέρος βαιὸν ἐχούση πᾶν ἀπόχρη μοι 'tis all sufficient for me to have a little, A.Ag.1574 (nowhere else in Trag.); τοσαῦτ' ἀπόχρη προσθήσειν Str.9.1.20.
c impers., ἀπόχρη τινός there is enough of a thing, Hp.Mul.1.12, Vid.Ac.4; ἀποχρῆν ἐνίοις ὑμῶν ἄν μοι δοκεῖ εἰ.. methinks it would have satisfied some of you, D.4.42: abs. in part., οὐκ ἀποχρῆς αν αὐτῷ since it did not suffice him, Arist.Xen.976b21.
3 Pass., to be contented with a thing, c. dat., ἀποχρεωμένων τούτοισι τῶν Μυσῶν the Mysians being satisfied therewith, Hdt.1.37; τοῖς ὀνόμασι μόνον D.17.31.
b impers., οὐκ ἀπεχρᾶτο μούνων Μήδων ἄρχειν Hdt.1.102; ἀπεχρᾶτό σφι ἡσυχίην ἄγειν Id.8.14.
II deliver an oracle, Ael.Fr.59.
B ἀποχράομαι use to the full, avail oneself of, ἐπικαιρότατον χωρίον.. ἀποχρῆσθαι Th.1.68; ἀποχρήσασθε τῆ.. ὠφελίᾳ Id.6.17, cf. 7.42; ὅταν.. ἀποχρήσωνται χρῶνται λοιπὸν ὡς προδόταις when they have made all the use they can of them, then they deal with them... Plb.18.15.9.
2 abuse, misuse, c. dat., εἰς ταῦτα ἀποχρῆσθαι τῷ πλουτεῖν D.21.124; πλεονεκτικῶς ταῖς ἐξουσίαις ἀ. OGI665.16(Egypt, i A.D.); ἀποχρωμένων μᾶλλον ἢ χρωμένων αὐτῷ Plu.Comp.Alc.Cor.2; οἷς μὲν χρῆσθαι, οἷς δ' ἀ. Id.2.178c: c. gen., θυγατρός Id.Nob.13.
3 c. acc., destroy, kill, Ar.Fr.358, Th.3.81, Poll.8.74, etc.
4 ἀ. τὰ χρήματα make use of, Arist.Oec.1349b17.
5 ἀποχρησαμένοις· ἀποσεισαμένοις, Hsch.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór. ἀποχρέω Epich.260
• Morfología: [ind. pres. 3a sg. ἀποχρεῖ SEG 9.72.40 (Cirene IV a.C.), 3a plu. ἀποχρέοντι Archim.Aren.3, inf. ἀποχρῆν D.4.22, jón. ἀποχρᾶν Hdt.3.138, 7.148, pero ἀποχρῆναι Hp.VC 14, impf. ἀπέχρη Pl.Phdr.275b, jón. ἀπέχρα Hdt.1.66; fut. 3a plu. ἀποχρήσουσι Ar.Pl.484; aor. ἀπέχρησα D.21.17]
I usos impers. basta abs. καὶ μάλ', ἔφη, ἀπόχρη Pl.R.380c, τάμνειν χρὴ τὸ μέγεθος τὴν ὠτειλήν, ὁπόση ἂν δοκῇ ἀποχρῆναι Hp.VC 14, ἡλικίαν ἔχεις ἀποχρῶσαν Ar.Fr.508, c. gen. θεραπηΐης μὲν ἀπόχρη ὑστερέων Hp.Mul.1.12, c. dat. σφι ἀποχρᾶν κατὰ τὸ ἥμισυ ἡγεομένοισι Hdt.7.148.
II usos pers. gener. en v. act. ser suficiente, bastar εἷς ἐγὼν ἀποχρέω Epich.l.c., ἀποχρήσει ... ἡ (ὑφαντική) περὶ τὰ ἐκ τῶν ἐρίων ὑφάσματα Pl.Plt.279b, τηλικαύτην ἀποχρῆν οἶμαι τὴν δύναμιν D.4.22, ἀποχρέοντι ... οἱ ἀριθμοὶ γιγνωσκόμενοι Archim.l.c., ταῦτα ... ἀπόχρη περὶ τούτων Plu.2.59a, cf. Chrysipp.Stoic.3.50, Arist.Top.109a22, Str.9.1.20, c. dat. ἐμοί μὲν ἀπόχρη ταῦτα Ar.Au.1603, νῷν δὲ δύ' ἀποχρήσουσιν μόνω (θανάτω) Ar.Pl.484, ἀποχρῶν ἀνὴρ ἔμοιγε ... πρὸς τὰ νῦν κακά Pherecr.155.6, ἀποχρῶντα σύμβουλον ... τῇ πόλει Pl.Alc.2.145c, εἰ αὐτῷ μὴ ἀποχρήσαι ταῦτα Pl.Phdr.279a, ἀπέχρησε δ' αὐτῷ τοῦτο D.21.17, cf. Isoc.4.97, ταῖς περιστεραῖς δὲ γάμος εἷς ἀπόχρη D.P.Au.1.25, c. prep. ἀποχρήσει τὰ εἰρημένα πρὸς τὴν ἀπόθεσιν τοῦ ... πένθους Plu.2.119d, ἀποχρῆν δ' ἑκάστῳ πρὸς τὸ πολίτην γενέσθαι σύνεσιν sino que a cada uno le bastaba para hacerse ciudadano la inteligencia Luc.Herm.24, c. inf. final ἀποχρῶσι δὲ ἑκατὸν νέες ... χειρώσασθαι bastan cien naves ... para someter Hdt.5.31, cf. 3.138, 9.48, βασιλεὺς ἀποχρῆν ἔλεγε τοῖς βουλομένοις ... φυλάττειν D.H.3.22, πεδίον ... ἀποχρῶν τὴν Ἀσίαν πρὸς τὴν Εὐρώπην ἀντιτάξαι una llanura suficiente para desplegar (las fuerzas de) Asia frente a (las de) Europa Philostr.Im.1.2, c. or. subst. de inf. como suj. καρπὸν δὲ καὶ ἀγκῶνα ἀπόχρη διαναγκάζειν Hp.Mochl.38, <ἀν>τὶ τοῦ ... ἀποχρῆν ἀποθανεῖν en vez de bastarles con morir Antiph.161.2
tb. en v. med. οὐκ ἀπεχρᾶτο μούνων Μήδων ἄρχειν Hdt.1.102, ἀποχρεῖ καθάρασ[θ] αι αὐτόν SEG 9.72.40 (Cirene IV a.C.), c. dat. σφι οὐκέτι ἀπέχρα ἡσυχίην ἄγειν Hdt.1.66, cf. 6.137, 9.79, τοῖς μὲν οὖν τότε ἀπέχρη δρυὸς καὶ πέτρας ἀκούειν Pl.Phdr.275b, μόνον ἀποχρῆσαν αὐτῷ ἀποφήνασθαι ὅτι ... bastándole sólo con demostrar que ... Arist.Xen.976b21, τρὶς οὐχ ἅπαξ ἀπέχρησέν οἱ Τυρίοις εἰπεῖν ἀποστῆναι tres veces, no una, hubo de decir a los tirios que hicieran defección Ael.Fr.59, c. otras or. subst. como suj. εἰ ... ἤθελε, ἀποχρῆν ἐνίοις ὑμῶν ἄν μοι δοκεῖ D.4.42, cf. Isoc.5.28, tb. a veces c. part. pred. μέρος βαιὸν ἐχούσῃ πᾶν ἀπόχρη μοι A.A.1575, (ποταμός) ... οὐδ' ἀπέχρησε τῇ στρατιῇ ... πινόμενος Hdt.7.43, cf. 196.
III en v. med.
1 en cont. no peyor. estar satisfecho, contentarse con c. dat. de abstr. ἀποχρεωμένων τούτοισι τῶν Μυσῶν Hdt.1.37
usar, servirse de, aprovechar ἀποχρήσασθε τῇ ... ὠφελίᾳ Th.6.17, ἀποχρήσασθαι τῇ παρούσῃ ... ἐκπλήξει Th.7.42, ἀποχρησάμενον τοῖς τοιούτοις πρὸς τοὺς βαρβάρους Isoc.5.122, τοῖς δ' ὀνόμασι μόνον αὐτῶν ἀποχρώμενοι D.17.13, ἀποκέχρηνται ταῖς νομαῖς PHib.52.7 (III a.C.), tb. c. dat. de pers. (τοῖς) ... ὅταν γε μὴν ἀποχρήσωνται, χρῶνται λοιπὸν ὡς προδόταις cuando se han servido de ellos, en adelante los usan como traidores Plb.18.15.9
c. ac. de cosa ἐπικαιρότατον χωρίον ... ἀποχρῆσθαι Th.1.68, χρήματα ἀπεχρᾶτο Arist.Oec.1349b17
gastar, consumir ἀποκέχρημαι ... παρὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ τὴν τιμήν PMerton 4.6 (III a.C.) en BL 4.48, cf. PSI 428.30 (III a.C.), BGU 1547.3 (III a.C.).
2 en cont. peyor. abusar, hacer mal uso de c. dat. de abstr. εἰς ταῦτα ἀποχρῆσθαι τῷ πλουτεῖν D.21.124, πλεονεκτικῶς καὶ ἀναιδῶς ταῖς ἐξουσίαις ἀποχρωμένων OGI 665.16 (Egipto I d.C.), ἀποχρωμένων μᾶλλον ἢ χρωμένων αὐτῷ Plu.Comp.Alc.Cor.2, c. gen. θυγατρὸς ἀποκεχρῆσθαι Plu.Nob.13.
3 deshacerse de, matar c. ac. de pers. τοὺς ἄνδρας Ar.Fr.374, τινας ... ἐν τῇ παρόδῳ ἀπεχρήσαντο Th.1.126, cf. 3.81, Poll.8.74, c. dat. op. χρῆσθαι Plu.2.178c, cf. ἀποχρησαμένοις· ἀποσεισαμένοις Hsch.
IV en v. act. prestar ὅταν δέ σοι χρεία ᾖ τοῦ πλοίου ἀποχρήσουσι PCair.Zen.107.5 (III a.C.).

German (Pape)

[Seite 336] ion. ἀποχρέω (s. χράω, inf. ἀποχρῆν Luc. Hermot. 24 merc. cond. 5), hinreichen, genügen, εἷς ἐγὼν ἀποχρέω Epicharm. bei Ath. VII, 308 c; νῷν δὲ δύ ἀποχρήσουσι μόνω θανάτω Ar. Plut. 484; ἡλικίαν ἔχεις ἀποχρῶσαν ἤδη Ar. B. A. 439; ἑκατὸν νέες ἀποχρῶσι Her. 5, 31; ποταμὸς οὐκ ἀπέχρησε τῇ στρατιᾷ πινόμενος 7, 196; οὐδὲ τοῦτ' ἀπέχρησεν αὐτοῖς, sie begnügten sich nicht damit, Isocr. 4, 97; gew. 3. Person Sing., ἀπόχρη, ἀποχρήσει, es reicht hin, ἐμοί, für mich, ich bin damit zufrieden; vgl. Aesch. Ag. 1556; ἀπέχρα ἡσυχίην ἄγειν Her. 1, 66; s. Plat. Phaedr. 275 b Rep. VI. 506 b; ἀπόχρη μοι τοσοῦτον, ἐάν – Isocr. 5, 28; Her. braucht so auch das med., ἀπεχρέετο 8, 14; aber ἀποχρεομένων τούτοις τῶν Μυσῶν, da die Myser damit zufrieden waren, 1, 37; οὐκ ἀπεχρᾶτο ἄρχειν 1, 102; ἀποχρῶν, genügend, ξύμβουλος Plat. Alc. II. 145 c; ἦν ἀποχρῶν ἀνὴρ πρὸς τὰ κακά Phereer. bei Plut. de mus. 30 (V. 6). – Med. ἀποχράομαι, zu seinem Vortheil benutzen, ἀποχρήσασθαι τῇ τοῦ στρατεύματος ἐκπλήξει Thuc. 7, 42; vgl. 6, 17; Folgde, bes. Pol.; – = χράομαι, 1, 45, 2; Plut. Pomp. 76; mißbrauchen, Dem. 17, 31 u. öfter; τῇ πολιτῶν φιλονεικίᾳ Plut. Them. 4; aufbrauchen, aufreiben, Plut.; tödten, Ar. bei Suid., vgl. B. A. 423.

French (Bailly abrégé)

ἀποχρῶ :
les contractions att. sont en η : prés. ind. 3ᵉ sg. ἀπόχρη, inf. ἀποχρῆν, impf. 3ᵉ sg. ἀπέχρη, etc. ; les contract. ion. en α : ἀποχρᾷ, ἀποχρᾶν, impf. ἀπέχρα;
I. suffire : ἀποχρέουσι ἑκατὸν νέες HDT cent vaisseaux suffisent ; ἀπόχρη μοι τοσοῦτον ἐάν ISOCR il me suffit tout juste que ; ποταμὸς οὐκ ἀπέχρησε τῇ στρατιῇ πινόμενος HDT le fleuve ne suffit pas à désaltérer l'armée ; • impers. ἀπόχρη il suffit de ; ἀπέχρα σφι ἡγεομένοισι HDT il leur suffisait de commander;
II. Pass. 1 se contenter de, dat. ou inf.;
2 • impers. ἀποχρέεταί (ion.) μοι inf. il me suffit de;
III. Moy. ἀποχράομαι;
1 tirer parti de, profiter de, τινι;
2 mésuser, abuser de, τινι;
3 faire périr, tuer.
Étymologie: ἀπό, χράω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποχράω: ион. ἀποχρέω
1 быть достаточным, хватать: ποταμὸς οὐκ ἀπέχρησε τῇ στρατιᾷ πινόμενος Her. воды в реке не хватило, чтобы напоить войско; ἀποχρῶν Plat., Plut. вполне достаточный, пригодный, подходящий; ἀποχρήσει τὰ εἰρημένα Plut. сказанного будет достаточно;
2 pass. довольствоваться, удовлетворяться (τινι и ποιεῖν τι Her.): ἀπεχρέετό (и ἀπέχρα) σφι ἡσυχίην ἄγειν Her. они были довольны, что могут наслаждаться покоем;
3 med. извлекать пользу, пользоваться (τῇ τοῦ στρατεύματος ἐκπλήξει Thuc.; τοῖς χρήμασιν и τὰ χρήματα Arst.; τῇ σχολῇ πρὸς κάλλιστον ἔργον Plut.);
4 med. злоупотреблять (τοῖς ὀνόμασιν αὐτῶν Dem.; ἀποχρῆσθαι μᾶλλον ἢ χρῆσθαί τινι Plut.);
5 уничтожать, убивать (τοὺς ἄνδρας Arph., Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποχράω: Ἰων. -χρέω, ἀπαρ. -χρῆν Δημ. 46. 10· Ἀντιφάνης ἐν «Μοιχοῖς» 1, Λουκ. Ἑρμότ. 24 (οὐχὶ ἀποχρῆναι, κατὰ τὰ Α. Β. 81. 31), Ἰων. -χρᾶν, Ἡρόδ. μετοχ. -χρῶν, -χρῶσα, ἴδε κατωτ.: ἀπαρέμ. ἀπέχρη, Ἰων. -έχρα: μέλλ. -χρήσω: ἀόρ. -έχρησα, ἀρκῶ, ἐξαρκῶ: 1) ἀπολ., ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, εἷς ἐγὼν ἀποχρέω Ἐπίχ. 114 Ahr. (τὸ μόνον χωρίον ἔνθα τὸ α΄ ἑνικ. πρόσωπον ἀπαντᾶ)· δύ’ ἀποχρήσουσι μόνω Ἀριστοφ. Πλ. 484· ἀποχρήσει (ἐνν. ἡ ὑφαντική) Πλάτ. Πολιτικ. 279Β· τηλικαύτην ἀποχρῆν εἶμαι δύναμιν Δημ. 46. 10· οὗτος μὲν ἦν ἀποχρῶν ἀνὴρ ἔμοιγε… πρὸς τὰ νῦν κακὰ Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 1. 6· ἡλικία ἀποχρῶσα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 417· ξύμβουλος ἀποχρῶν Πλάτ. Ἀλκ. ΙΙ. 145C· μετ’ ἀπαρ., ἀποχρέουσι… ἑκατὸν νέες χειρώσασθαι Ἡρόδ. 5. 31· Κνιδίους μούνους ἀποχρᾶν οἱ… γίνεσθαι ὁ αὐτ. 3. 138, πρβλ. 9. 48· πεδίον ἀποχρῶν τὴν Ἀσίαν πρὸς τὴν Εὐρώπην ἀντιτάξαι Φιλοστρ. 764. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ γ΄ ἑνικ. μετὰ δότ. α) σὺν ὀνομαστ. ὑποκειμεν. ποταμὸς οὐκ ἀπέχρησε τῇ στρατιῇ πινόμενος, δὲν ἐξήρκεσεν, Ἡρόδ. 7. 43, 196, πρβλ. ἀντιχράω· συχν. ἐν τῇ φράσει, ταῦτα ἀποχρᾷ μοι Ἡρόδ. 6. 137, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1603, Πλάτ. Φαῖδρ. 279Β· ἀπόχρη μοι τοσοῦτον, ἐάν… Ἰσοκρ. 88Α· οὐκ ἀπέχρησε δὲ αὐτῷ τοῦτο Δημ. 520. 7. β) ἀπροσ. μετ’ ἀπαρεμφ., ἀποχρᾷ μοι ἄγειν, ποιεῖν κτλ., εἶναι ἀρκετὸν δι’ ἐμὲ νὰ ὁδηγῶ, νὰ κάμνω κτλ., Ἡρόδ. 1. 66., 8. 130., 9. 79, Ἱππ. Μοχλ. 863· [ἔφασαν] ἀποχρήσειν σφι φυλάσσειν Ἡρόδ. 8. 130· ὡσαύτως μετὰ δοτ. μετοχ., ἀπέχρα σφι ἠγεομένοισι, ἦτο ἀρκετὸν δι’ αὐτοὺς ἂν εἶχον τὴν ἡγεμονίαν, ὁ αὐτ. 7. 148· κτεάνων τε μέρος βαιὸν ἐχούσῃ πᾶν ἀπόχρη μοι, εἶναι ὅλως ἐπαρκὲς εἰς ἐμὲ νὰ ἔχω μικρὸν μέρος ἐκ τῶν κτημάτων μου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1574· (οὐδαμοῦ ἀλλαχοῦ παρὰ Τραγ.). γ) ἀπροσ. ἀπόχρη τινός, ὑπάρχει ἀρκετὸν ἔκ τινος πράγματος, Ἱππ. 597. 7., 688. 49· ἀποχρῆν ἐνίοις ὑμῶν ἂν μοὶ δοκεῖ, νομίζω θὰ εἶχεν ἱκανοποιήσῃ τινὰς ἐξ ὑμῶν, Δημ. 52. 13: - ἀπολ., κατὰ μετοχ., οὐκ ἀποχρῆσαν αὐτῷ, ἀφοῦ δὲν τῷ ἤρκεσε, Ἀριστ. περὶ Ξενοφάντ. 2. 25. 3) παθ., εἶμαι εὐχαριστημένος μέ τι, μετὰ δοτ. ἀποχρεομένων τούτοις τῶν Μυσῶν Ἡρόδ. 1. 37, πρβλ. Δημ. 215. 9. β) ἀπρσ. ὡς τὸ ἀπόχρη, οὐκ ἀπεχρᾶτο μούνων ἄρχειν τῶν Μήδων Ἡρόδ. 1. 102· ἀπεχρέετο σφι ἡσυχίην ἄγειν ὁ αὐτ. 8. 14. ΙΙ. χρησμοδοτῶ, ὡς τὸ χράω, παρὰ Σουΐδ. Β. ἀποχράομαι, Ἰων. -χρέομαι, μεταχειρίζομαί τι πρὸς ἰδὶαν μου ὠφέλειαν, κάμνω ἐπωφελῆ χρῆσιν αὐτοῦ, ἐπικαιρότατον χωρίον… ἀποχρῆσθαι Θουκ. 1. 68· ἀποχρήσασθε τῇ ὠφελίᾳ ὁ αὐτ. 6. 17, πρβλ. 7. 42· ὅταν… ἀποχρήσωνται, χρῶνται λοιπὸν ὡς προδόταις, ἀφοῦ μεταχειρισθῶσιν αὐτοὺς ὅσον δύνανται (καὶ ὠφεληθῶσιν ἐξ αὐτῶν) τότε πλέον τοὺς μεταχειρίζονται ὡς προδότας, Πολύβ. 17. 15, 9. 2) καταχρῶμαι, Λατ. abuti, μετὰ δοτ. Δημ. 515.8· εἰς ταῦτα ἀποχρῆσθαι τῷ πλουτεῖν ὁ αὐτ. 555. 22· ἀποχρωμένων μᾶλλον ἢ χρωμένων αὐτῷ Πλουτ. Ἀλκ. καὶ Κορ. Σύγκρ. 2· οἷς μὲν χρῆσθαι, οἷς δ’ ἀποχρῆσθαι ὁ αὐτ. 2. 178C. 3) μετ’ αἰτιατ., διαχρῶμαι, ἀποκτείνω, Λατ. conficere, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 328, Θουκ. 3. 81· πρβλ. Πολυδ. Η΄, 74, κτλ. β) ἀπ. τὰ χρήματα, μεταχειρίζομαι, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 21, 7.

Greek Monotonic

ἀποχράω: Ιων. -χρέω, απαρ. -χρῆν, Ιων. -χρᾶν, μτχ. -χρῶν, -χρῶσα, παρατ. ἀπέχρη, Ιων. -έχρα, μέλ. -χρήσω, αόρ. αʹ -έχρησα·
Α. I. επαρκώ, είμαι επαρκής, αρκετός· απόλ., στα υπόλοιπα, πλην του γʹ ενικ. προσωπα, δύ' ἀποχρήσουσιν μόνω, σε Αριστοφ.· με απαρ., ἀποχρῶσι.. ἑκατὸν νέες χειρώσασθαι, εκατό πλοία επαρκούν για να υποτάξουν, σε Ηρόδ.
II. 1. κατά κανόνα στο γʹ ενικ.
1. αρκώ, επαρκώ, ποταμὸς οὐκ ἀπέχρησε τῇ στρατιῇ πινόμενος, δεν επαρκούσε ώστε να προμηθεύσει το στράτευμα με νερό, στον ίδ.· ταῦτα ἀποχρᾷ μοι, στον ίδ., Αττ.
2. απρόσ. με απαρ., ἀποχρᾷ μοι ποιεῖν, αρκεί για μένα ώστε να κάνω, σε Ηρόδ.· με μτχ., μέρος ἐχούσῃ ἀπόχρη μοι, μου αρκεί να λάβω ένα μερίδιο, σε Αισχύλ.· και χωρίς απαρ., ἀπόχρη τινι, αρκεί γι' αυτόν, σε Δημ.
III. 1. Παθ., μένω ικανοποιημένος με κάτι, με δοτ., σε Ηρόδ.
2. απρόσ., οὐκ ἀπεχρᾶτο, στον ίδ.· ἀπεχρέετο, με απαρ., στον ίδ. Β. I. 1. Αποθ., ἀποχράομαι, Ιων. -χρέομαι, χρησιμοποιώ κάτι με τρόπο επωφελή για μένα, με δοτ. πράγμ. ή απόλ., σε Θουκ.
2. καταχρώμαι, κάνω κακή χρήση, Λατ. abuti, με δοτ., σε Δημ.
II. με αιτ., καταναλίσκω, δαπανώ, φονεύω, αφανίζω, καταστρέφω, σε Θουκ.

Middle Liddell

I. to suffice, be sufficient, be enough: absol., in persons other than 3rd sg., δύ' ἀποχρήσουσιν μόνω Ar.; c. inf., ἀποχρέουσι ἑκατὸν νέες χειρώσασθαι are sufficient to subdue, Hdt.
II. mostly in 3 sing:
1. to suffice, ποταμὸς οὐκ ἀπέχρησε τῆι στρατιῆι πινόμενος was not enough to supply the army with drink, Hdt.; ταῦτα ἀποχρᾶι μοι Hdt., Attic
2. impers., c. inf., ἀποχρᾶι μοι ποιεῖν 'tis sufficient for me to do, Hdt.,; c. part., μέρος ἐχούσηι ἀπόχρη μοι 'tis sufficient for me to have a part, Aesch.;—and without inf., ἀπόχρη τινι it is enough for him, Dem.
III. Pass. to be contented with a thing, c. dat., Hdt.
2. impers., οὐκ ἀπεχρᾶτο Hdt.; ἀπεχρέετο, c. inf., Hdt.
2. to abuse, misuse, Lat. abuti, c. dat., Dem.
II. c. acc. to use up, destroy, Thuc.