ὡμολογημένως: Difference between revisions

47c
(6_6)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὡμολογημένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[ὁμολογέω]], [[ὁμολογουμένως]], [[ἄνευ]] ἀντιολογίας, Διόδ. 15. 10, [[Πολυδ]]. Ϛ´, 208, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 10 (ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ ὁμ-).
|lstext='''ὡμολογημένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[ὁμολογέω]], [[ὁμολογουμένως]], [[ἄνευ]] ἀντιολογίας, Διόδ. 15. 10, [[Πολυδ]]. Ϛ´, 208, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 10 (ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ ὁμ-).
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>ιων. τ.</b> [[ομολογουμένως]] («ἀπελύθη τῶν ἐγκλημάτων [[ὡμολογημένως]] ὑπὸ παντῶν τῶν δικαστῶν», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. <i>ὡμολογημένος</i> του μέσου παρακμ. του ρ. <i>ὁμολογῶ</i>].
}}
}}