Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
(1) |
(No difference)
|
-η, -ο (Α ἄγαμος, -ον)
γάμος
ανύπαντρος
αρχ.
1. (κυρίως για άντρες) αυτός που δεν έχει γυναίκα, ανύπαντρος ή χήρος (για την ανύπαντρη γυναίκα λέγεται το «ἄνανδρος»)
2. φρ. «γάμος ἄγαμος», ολέθριος, μοιραίος γάμος.