άγαμος: Difference between revisions

From LSJ

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458
(1)
(No difference)

Revision as of 06:30, 29 September 2017

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄγαμος, -ον)
γάμος
ανύπαντρος
αρχ.
1. (κυρίως για άντρες) αυτός που δεν έχει γυναίκα, ανύπαντρος ή χήρος (για την ανύπαντρη γυναίκα λέγεται το «ἄνανδρος»)
2. φρ. «γάμος ἄγαμος», ολέθριος, μοιραίος γάμος.