ἐπαλλαγή: Difference between revisions

12
(Bailly1_2)
(12)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />échange ; union, mariage.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπαλλάσσω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />échange ; union, mariage.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπαλλάσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπαλλαγή]], η (Α)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> διαδοχική και γρήγορη [[αλλαγή]], [[εναλλαγή]]<br /><b>2.</b> η [[μετάβαση]] από μια [[κατάσταση]] σε [[άλλη]]<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> το [[συντακτικό]] [[σχήμα]] της έλξεως, [[αλλιώς]] [[σύζευξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συναρμογή]] ενός πράγματος [[μέσα]] σε [[άλλο]]<br /><b>2.</b> «γάμων [[ἐπαλλαγή]]» — η [[επιγαμία]], ο [[σύνδεσμος]] (οικογενειών <b>κ.λπ.</b>) με τον γάμο, η [[επιμιξία]]<br /><b>3.</b> (για τα [[νεύρα]]) [[διασταύρωση]]<br /><b>4.</b> [[δώρο]] για την [[ανταλλαγή]] νομίσματος <b>πάπ.</b>.
}}
}}