ἐπίχυμα: Difference between revisions

14
(6_21)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίχῠμα''': τό, ([[ἐπιχέω]]) [[ὑπόχυμα]], [[ἀμαύρωσις]] τῶν ὀφθαλμῶν, Σχόλ. ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 499 πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λέξεως ἐπάργεμα.
|lstext='''ἐπίχῠμα''': τό, ([[ἐπιχέω]]) [[ὑπόχυμα]], [[ἀμαύρωσις]] τῶν ὀφθαλμῶν, Σχόλ. ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 499 πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λέξεως ἐπάργεμα.
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἐπίχυμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />η βάπτιση με ραντισμό της Καθολικής Εκκλησίας (και όχι με [[κατάδυση]] στην κολυμπήθρα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[επίχυση]], [[ασθένεια]] τών οφθαλμών που προκαλεί κακή, θαμπή όραση.
}}
}}