3,278,039
edits
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> belle <i>ou</i> forte voix;<br /><b>2</b> harmonie, nombre oratoire.<br />'''Étymologie:''' [[εὔφωνος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> belle <i>ou</i> forte voix;<br /><b>2</b> harmonie, nombre oratoire.<br />'''Étymologie:''' [[εὔφωνος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[εὐφωνία]]) [[εύφωνος]]<br /><b>1.</b> [[διαύγεια]], [[καθαρότητα]] στη [[φωνή]], γλυκιά, μελωδική [[φωνή]] («[[οὔτε]] εὐφωνίᾳ τοσοῡτον διαφέρουσιν Ἀθηναῑοι τῶν ἄλλων [[οὔτε]] σωμάτων μεγέθει καὶ ρώμῃ ὅσον φιλοτιμίᾳ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> η αρμονική [[αλληλουχία]] τών φθόγγων («διὰ εὐφωνίαν τὸ σέξτης λέγεται [[ξέστης]]», Μέγα Ετυμολογικόν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />καλή [[εκφώνηση]] τών λέξεων, [[μουσικότητα]] και [[ευρυθμία]] λαλιάς, καλή [[προφορά]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[ηχηρότητα]] της φωνής, ο [[ισχυρός]] [[ήχος]] («πολὺ δὲ καὶ ἡ [[ὄπτησις]] ἡ τῶν κεράτων συμβάλλεται καὶ πρὸς εύφωνίαν», <b>Αριστοτ.</b>). | |||
}} | }} |