θρίασις: Difference between revisions

17
(6_8)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θρίᾰσῐς''': -εως, ἡ, ([[θριάζω]]) ποιητικὴ [[ἔκστασις]], [[παραφορά]], [[μανία]], Σουΐδ. ἐν λ. [[θρίαμβος]].
|lstext='''θρίᾰσῐς''': -εως, ἡ, ([[θριάζω]]) ποιητικὴ [[ἔκστασις]], [[παραφορά]], [[μανία]], Σουΐδ. ἐν λ. [[θρίαμβος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[θρίασις]], ἡ (Α)<br />[[ενθουσιασμός]], [[μαντική]] [[έκσταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θριάζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[θριαί]]) «βρίσκομαι σε [[έκσταση]], [[προφητεύω]]»].
}}
}}