καταρρακτός: Difference between revisions

19
(Bailly1_3)
(19)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui s’abaisse : καταρρακτὴ [[θύρα]] PLUT porte qui s’abaisse, trappe <i>ou</i> guichet.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[καταράσσω]].
|btext=ή, όν :<br />qui s’abaisse : καταρρακτὴ [[θύρα]] PLUT porte qui s’abaisse, trappe <i>ou</i> guichet.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[καταράσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=και καταρ(ρ)αχτός, -ή, -ό (Α [[καταρρακτός]] -ή, -όν) [[καταρράσσω]]<br /><b>1.</b> αυτός που πέφτει από [[πάνω]] και με [[ορμή]] («[[καταρρακτή]] [[θύρα]]» — η [[καταπακτή]], <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η καταρράκτη</i><br />σιδερένια πόρτα φρουρίου [[πίσω]] από τάφρο με [[νερό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[καταρρακτή]] και [[καταρραχτή]]<br />[[θύρα]] που κλείνει οχετό, [[υδροφράκτης]].
}}
}}