κεδματώδης: Difference between revisions

20
(6_7)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεδμᾰτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[κέδματα]], Ἱππ. παρ’ Ἐρωτιαν.
|lstext='''κεδμᾰτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[κέδματα]], Ἱππ. παρ’ Ἐρωτιαν.
}}
{{grml
|mltxt=[[κεδματώδης]], -ῶδες (Α)<br />(αμφβλ. ερμ.) αυτός που μοιάζει με τα [[κέδματα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέδμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ώδης</i>].
}}
}}